ΣΥΡΙΖΑ

Συνταγματική αναθεώρηση της Αριστεράς με συντηρητικό πρόσημο;

Τη προηγούμενη Δευτέρα το βράδυ, από το προαύλιο της Βουλής, ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ανακοίνωσε επίσημα στον ελληνικό λαό κάτι που σερνόταν ως φήμη στη δημόσια σφαίρα εδώ και πολλές εβδομάδες. Στο πλαίσιο της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης ο ΣΥΡΙΖΑ προτίθεται να προτείνει μια νέα πολιτειακή αρχιτεκτονική, η οποία θα χαρακτηρίζεται αφενός από τη «λελογισμένη» ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας και αφετέρου από την ‒υπό προϋποθέσεις‒ άμεση εκλογή του από το λαό. Στο άκουσμα της συγκεκριμένης εξαγγελίας ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου της Αριστεράς εξεπλάγη, μάλλον δυσάρεστα, για δύο λόγους: α) επί της διαδικασίας, διότι ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να απευθύνει, ως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, μια καινοτόμο θεσμική πρόταση στους πολίτες, χωρίς αυτή να έχει προηγουμένως συζητηθεί διεξοδικά στο εσωτερικό του κόμματος και β) επί του περιεχομένου, διότι δεν δίστασε να αγνοήσει μια μακρά θεωρητική παράδοση του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, που σταθερά προκρίνει την απονομή ενός περιορισμένου θεσμικού ρόλου στον Αρχηγό του Κράτους.

 

Επί της διαδικασίας

Η παρουσίαση των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση του Συντάγματος μπορεί μεν να διέθετε ένα έντονο οραματικό στοιχείο, το οποίο περιστρεφόταν γύρω από την έννοια της πολιτικής συμμετοχής, ταυτόχρονα, όμως, τη διαπερνούσε και μια εξόφθαλμη αντίφαση. Ενώ, δηλαδή, ο πρωθυπουργός έσπευσε να υπογραμμίσει –ορθά– ότι η δημοκρατία αποτελεί πάνω απ’ όλα διαδικασία και, ως εκ τούτου, επέμεινε στη σημασία της διαβούλευσης με τους πολίτες, συγχρόνως παρουσίασε στον ελληνικό λαό μια δέσμη προτάσεων, οι οποίες διαμορφώθηκαν μέσα από συζητήσεις πίσω από κλειστές πόρτες με έναν κύκλο ευάριθμων συμβούλων. Με άλλα λόγια, μια ομιλία που διακήρυττε την εμβάθυνση των δημοκρατικών διαδικασιών, αποτελούσε ταυτόχρονα την επισφράγιση ενός εγχειρήματος απίσχνασης της εσωκομματικής δημοκρατίας, από τη στιγμή που στη συζήτηση για τη νέα μορφή του πολιτεύματος δεν ενεπλάκησαν ουσιαστικά ούτε τα μέλη ούτε οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι τέτοιο θα ήταν ενδεχομένως δικαιολογημένο στην περίπτωση των υπόλοιπων εξαγγελιών, όπως αυτών της συνταγματικής κατοχύρωσης της απλής αναλογικής, της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων ή του διαχωρισμού εκκλησίας-κράτους, στο βαθμό που οι συγκεκριμένες προτάσεις προέρχονται από πάγιες θέσεις του κόμματος, αποτυπωμένες, μάλιστα, σε συνεδριακές αποφάσεις. Αντιθέτως, όταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εξαγγέλλει την αναθεώρηση όλης της θεωρητικής παράδοσης της Αριστεράς για το πολιτειακό και, μάλιστα, υιοθετεί απόψεις που δεν έχουν διατυπωθεί απλώς από πλειάδα στελεχών της ΝΔ αλλά αποτελούσαν και την επίσημη θέση του ΛΑΟΣ, τότε οφείλει τουλάχιστον να οργανώσει μια διεξοδική συζήτηση επί του θέματος, προκειμένου να αξιοποιήσει τη συλλογική διάνοια του χώρου.

 

Συνδυασμός απλής αναλογικής με ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ

Στη θεωρητική συζήτηση για το θεσμικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν είναι δύσκολο να ανιχνεύσει κάποιος τους λόγους για τους οποίους η Αριστερά παραδοσιακά τάσσεται υπέρ της απόδοσης περιορισμένων αρμοδιοτήτων στο συγκεκριμένο όργανο, ενώ η Δεξιά διεκδικεί μια πιο ενεργό συμμετοχή του στο πολιτικό παιχνίδι. Σχηματικά, για τον μεν προοδευτικό χώρο οι πολιτικές αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται αποκλειστικά από τη Βουλή, όπου τα κόμματα, ως εκπρόσωποι ασυμφιλίωτων κοινωνικών συμφερόντων, συγκρούονται, συμβιβάζονται και τελικά συνθέτουν αυτό που σε κάθε συγκυρία ονομάζεται γενική βούληση και, εξ αντικειμένου, διαμορφώνεται με γνώμονα τις θέσεις της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Από την άλλη πλευρά, για τη συντηρητική παράταξη, που αντιλαμβάνεται το εθνικό συμφέρον ως ενιαίο, ένας ηγέτης μπορεί κάλλιστα να το εκφράσει και να το υπηρετήσει, εφόσον διαθέτει την απαιτούμενη πολιτική αρετή. Για τη Δεξιά, δηλαδή, που πιστεύει στον ομοιογενή χαρακτήρα του Έθνους και όχι στον ταξικό διαχωρισμό της κοινωνίας, η θεσμική πρωτοκαθεδρία πρέπει να αποδίδεται μάλλον σε ένα μονοπρόσωπο όργανο, ικανό να ενσαρκώνει την εθνική ενότητα, και όχι σε ένα πολυμελές, το οποίο αντιπροσωπεύει και αναπαράγει στο θεσμικό πεδίο τις κοινωνικές εντάσεις και συγκρούσεις.

Υπό αυτό το πρίσμα γίνεται αντιληπτή και η πάγια θέση της Αριστεράς υπέρ του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής, το οποίο ουσιαστικά εγγυάται την ευθεία αντιστοίχηση του πολιτικού και του κοινοβουλευτικού συσχετισμού των δυνάμεων. Πέραν, όμως, του δίκαιου χαρακτήρα του συγκεκριμένου εκλογικού συστήματος, που διασφαλίζει την ισότητα της ψήφου των πολιτών ‒ανεξαρτήτως της κομματικής τους επιλογής‒, η απλή αναλογική διαθέτει και ένα επιπλέον πλεονέκτημα: από τη στιγμή που δεν πριμοδοτεί το πρώτο κόμμα με κάποιο bonus εδρών, ουσιαστικά αναγκάζει τις πολιτικές δυνάμεις να υιοθετήσουν μια κουλτούρα συνεργασίας, ούτως ώστε να καθιστούν εφικτή τη συγκρότηση πολυκομματικών κυβερνήσεων. Αυτό ακριβώς το θεσμικό πλαίσιο συνιστά, κατά την αντίληψη της Αριστεράς, το καλύτερο αντίδοτο απέναντι στο πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα, εφόσον αφαιρεί πολιτική ισχύ από τον αρχηγό του πρώτου σε δύναμη κόμματος και τη μεταφέρει στο νομοθετικό σώμα. Εκεί ακριβώς, στη Βουλή, οφείλει να απευθύνεται κάθε κυβέρνηση, προκειμένου να καταθέτει τις θέσεις της, να διαβουλεύεται με τις υπόλοιπες δυνάμεις, να τις τροποποιεί, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο, με σκοπό, εντέλει, να επιτυγχάνει την οικοδόμηση των απαραίτητων κοινοβουλευτικών συμμαχιών για την εφαρμογή του πολιτικού της σχεδίου.

Με την πρόσφατη ψήφιση, συνεπώς, του νόμου για την κατοχύρωση της απλής αναλογικής, η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν τήρησε απλώς μια πολιτική και ηθική της δέσμευση, αλλά επιχείρησε αρχικά να ανοίξει το δρόμο για τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος. Κατόπιν όμως ‒ύστερα από λίγες μόλις ημέρες‒ η ίδια κυβέρνηση φρόντισε να υπονομεύσει το δημοκρατικό της εγχείρημα, από τη στιγμή που εξήγγειλε την ανάδειξη ενός οργάνου της εκτελεστικής εξουσίας σε νέο πρωταγωνιστή του πολιτικού συστήματος. Απέναντι, δηλαδή, σε ένα κατακερματισμένο Κοινοβούλιο, που θα κατορθώνει με δυσκολία να σχηματίζει τις απαραίτητες πλειοψηφίες για την παραγωγή του νομοθετικού έργου, ο ΣΥΡΙΖΑ σκοπεύει να τοποθετήσει ένα μονοπρόσωπο όργανο με ισχυρή νομιμοποίηση, το οποίο θα λαμβάνει αποφάσεις χωρίς να διαβουλεύεται με κανέναν και χωρίς να λογοδοτεί ουσιαστικά σε κανέναν. Με άλλα λόγια, ενώ η καθιέρωση της απλής αναλογικής αφ’ εαυτής συνεπάγεται την ανακατανομή θεσμικής ισχύος από την εκτελεστική στη νομοθετική εξουσία, ο συνδυασμός της με την άμεση εκλογή ΠτΔ θα επιφέρει στην πραγματικότητα την ανακατανομή ισχύος ανάμεσα στους δύο πόλους της εκτελεστικής εξουσίας. Πιο συγκεκριμένα, η μεν κυβέρνηση, που εφεξής θα στηρίζεται στην εμπιστοσύνη πολυκομματικών κοινοβουλευτικών συμμαχιών, θα καταστεί εκ των πραγμάτων περισσότερο ευάλωτη, ενώ ο Αρχηγός του Κράτους θα απολαμβάνει έναν αναβαθμισμένο θεσμικό ρόλο. Ο αντίλογος της κυβέρνησης σε αυτό το σκεπτικό είναι ότι η αύξηση των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ θα είναι λελογισμένη. Έχει, όμως, τόσο μεγάλη αξία το συγκεκριμένο επιχείρημα; Μήπως τελικά η θεσμικής ισχύς ενός κρατικού οργάνου δεν συναρτάται αποκλειστικά με το εύρος των νομικών του αρμοδιοτήτων;

Η πολιτική και ιδεολογική ενίσχυση ενός μονοπρόσωπου οργάνου      

Ανεξαρτήτως της πρόθεσης του ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει σε μια λελογισμένη ή εκτεταμένη ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Αρχηγού του Κράτους, το ενδεχόμενο της άμεσης εκλογής του από το λαό είναι από μόνο του ικανό να διαμορφώσει μια νέα θεσμική και πολιτική πραγματικότητα. Ακόμη δηλαδή και αν στον νέο ΠτΔ δεν αποδοθούν αντίστοιχα προνόμια με εκείνα που προέβλεπε το Σύνταγμα του 1975 (όπως οι δυνατότητες διάλυσης της Βουλής και μη κύρωσης ψηφισμένων νομοσχεδίων), αυτός θα εφοδιασθεί σε κάθε περίπτωση με ένα ισχυρό πολιτικό όπλο: τη λαϊκή νομιμοποίηση που εξ αντικειμένου παρέχουν 4 ή 5 εκατομμύρια ψήφοι.

Τι θα σημάνει, όμως, αυτό σε μια συγκυρία παρατεταμένης κρίσης, όπου το ελληνικό κράτος παραμένει εγκλωβισμένο σε μια διαρκή κατάσταση οικονομικής έκτακτης ανάγκης; Στο σημείο αυτό η γερμανική συνταγματική ιστορία και θεωρία θα μπορούσε να αποδειχθεί ιδιαιτέρως χρήσιμη και –θα τολμούσε να πει κάποιος– διδακτική. Κατά την ταραγμένη περίοδο του Μεσοπολέμου, η θεσμική λειτουργία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στηριζόταν στους ίδιους ακριβώς πυλώνες με αυτούς που σχεδιάζει να θεσμοθετήσει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ: εκλογικό σύστημα απλής αναλογικής και άμεση εκλογή του Προέδρου του Ράιχ. Όταν, λοιπόν, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, η διεθνής ύφεση έπληξε και τη Γερμανία, το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο της χώρας άρχισαν να πιέζουν για τη νομοθέτηση σκληρών μέτρων λιτότητας τα οποία θα διασφάλιζαν την απαραίτητη δημοσιονομική εξυγίανση με το μικρότερο δυνατό κόστος για τις άρχουσες τάξεις. Ενώπιον, όμως, της απροθυμίας του κατακερματισμένου γερμανικού Κοινοβουλίου, του Ράιχσταγκ, να προχωρήσει στην ψήφιση μέτρων που προέβλεπαν τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, τη «βρώμικη» δουλειά ανέλαβαν στο μεν πολιτικό επίπεδο ο Πρόεδρος του Ράιχ (Πάουλ φον Χίντενμπουργκ), στο δε θεωρητικό ο διάσημος συνταγματολόγος Καρλ Σμιτ. Πιο συγκεκριμένα, στο θεσμικό επίπεδο, τα μέτρα λιτότητας λήφθηκαν μέσω της συστηματικής έκδοσης προεδρικών διαταγμάτων νομοθετικού περιεχομένου, ενώ στο ιδεολογικό η πρακτική αυτή δικαιολογήθηκε με την εξής θεωρητική κατασκευή: από τη στιγμή που η Βουλή αδυνατεί να επιτελέσει τον θεσμικό της ρόλο, δηλαδή να ψηφίσει τους απαραίτητους νόμους για την εξυγίανση της εθνικής οικονομίας, κάποιο άλλο κρατικό όργανο οφείλει να την υποκαταστήσει στην άσκηση της συγκεκριμένης αρμοδιότητας. Το όργανο αυτό, κατά τον Σμιτ, δεν μπορούσε να είναι άλλο από τον Πρόεδρο του Ράιχ, εφόσον αυτός διέθετε ισχυρή λαϊκή νομιμοποίηση, στεκόταν υπεράνω του κομματικού ανταγωνισμού και, συνεπώς, ήταν σε θέση να αποκαταστήσει όχι μόνο την εύρυθμη λειτουργία του κράτους, αλλά, πρωτίστως, την εθνική ενότητα σε μια περίοδο κρίσης και διχασμού.

Πόσο μακρινά φαντάζουν όλα αυτά στη σημερινή συγκυρία της μεταδημοκρατίας, όπου το δόγμα της TINA υπαγορεύει σε διεθνές επίπεδο την υιοθέτηση συγκεκριμένων οικονομικών και πολιτικών αρχών διακυβέρνησης κατά παράκαμψη των κοινοβουλίων; Με δεδομένο, μάλιστα, ότι στα χρόνια της ελληνικής κρίσης ο ΠτΔ έχει επανειλημμένα υποκαταστήσει τη Βουλή στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας, μέσω της έκδοσης πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, πόσο βέβαιη είναι η κυβέρνηση της Αριστεράς ότι η ενδεχόμενη πολιτική ενίσχυση του συγκεκριμένου μονοπρόσωπου οργάνου θα συμβάλει στην εμβάθυνση της λαϊκής κυριαρχίας; Σε μια περίοδο πολυεπίπεδης διεθνούς κρίσης, όπου αφενός η πολιτική εξουσία τείνει να συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια και αφετέρου το ένα κράτος μετά το άλλο ενδίδουν στον πειρασμό της υιοθέτησης εκτάκτων μέτρων για την αντιμετώπιση εσωτερικών ή εξωτερικών κινδύνων, μήπως η ιδέα του εφοδιασμού ενός οργάνου της εκτελεστικής εξουσίας με μερικά εκατομμύρια ψήφους δεν εξυπηρετεί τελικά το πολιτικό σχέδιο της ριζοσπαστικής Αριστεράς; Συνιστά, σε τελευταία ανάλυση, αριστερή ριζοσπαστική ή βαθιά συντηρητική πρόταση η ανάδειξη ενός μονοπρόσωπου οργάνου ‒που ούτε διαβουλεύεται ούτε ελέγχεται‒ σε έναν πολιτικά και ιδεολογικά πανίσχυρο θεσμικό παίκτη;

 

Εμβάθυνση της δημοκρατίας και στο εσωτερικό του κόμματος            

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί μεν να προέβη στην εξαγγελία μιας δέσμης προτάσεων για τη συνταγματική αναθεώρηση ερήμην του κόμματος και των μελών του, αλλά ταυτόχρονα δεσμεύτηκε ότι τα πάντα τίθενται υπό συζήτηση. Κατά κοινή ομολογία, βέβαια, το σχέδιο αναβάθμισης του θεσμικού ρόλου του ΠτΔ δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να αναθεωρηθεί στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης με την κοινωνία των πολιτών. Για να είμαστε ρεαλιστές, φρένο στην εν πολλοίς ακατανόητη επιλογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να προτείνει τη θεσμοθέτηση ενός νέου πολιτειακού μοντέλου, με γνώμονα, μάλιστα, μια παραδοσιακή θέση της Δεξιάς, δεν μπορεί να βάλει παρά μόνο μια πλειοψηφική απόφαση της βάσης του κόμματος. Με αφετηρία, συνεπώς, τον προσυνεδριακό διάλογο, ας ανοίξει η συζήτηση για το κρίσιμο αυτό θέμα, ας ενημερωθούν σε βάθος τα μέλη και οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τα επιχειρήματα της κάθε πλευράς και, σε τελευταία ανάλυση, ας υιοθετηθεί και στο εσωτερικό του κόμματος αυτό που προτείνεται στην κοινωνία ως ριζοσπαστική μεταρρύθμιση: η διεξαγωγή –μετά την απαραίτητη διαβούλευση– ενός εσωκομματικού δημοψηφίσματος για ένα ζήτημα που φαίνεται να διχάζει το κόμμα. Σε κάθε περίπτωση, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ, ως πολιτικό υποκείμενο, επιλέξει τελικά να αναθεωρήσει την πάγια θέση του ευρύτερου προοδευτικού χώρου σχετικά με το ρόλο του ΠτΔ σε ένα κοινοβουλευτικό πολίτευμα, ας το κάνει μέσα από μια αυθεντικά συμμετοχική διαδικασία, η οποία, ενόψει και της συνταγματικής αναθεώρησης, θα καταγραφεί στη συνείδηση της κοινωνίας ως δημοκρατικό υπόδειγμα.

* Ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος είναι δρ Συνταγματικού Δικαίου.