Macro

Ρητά και άρρητα σχέδια

Στις διαβουλεύσεις – συζητήσεις των τελευταίων ημερών για το χρέος, τα πρωτογενή πλεονάσματα και την πορεία της ελληνικής οικονομίας στην ετήσια σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον και στις Βρυξέλλες, στη συνεδρίαση του Eurogroup, μπορεί να διακρίνει κανείς και τα άρρητα και ρητά σχέδια των διαφόρων πλευρών. Εμφανίστηκαν τώρα, άλλα έχουν την καταγωγή τους στη συμφωνία του Ιουλίου 2015 και διαφάνηκαν στη δύσκολη πορεία της πρώτης αξιολόγησης.

Ένα χρόνο μετά, όλες οι πλευρές, συνυπολογίζοντας και τους γεωπολιτικούς και πολιτικούς παράγοντες του ζητήματος, επανέρχονται στο κεντρικό ερώτημα που τέθηκε και τότε, κατά πόσο το ελληνικό πρόγραμμα, όπως έχει συγκροτηθεί, βγαίνει ή δεν βγαίνει. Με βάση τα ως τώρα, νέα, δεδομένα η κάθε πλευρά καθορίζει τη θέση της και κάνει τις προτάσεις της χωρίς να εγκαταλείπει, ασφαλώς, και το αρχικό της σχέδιο. Το νέο δεδομένο είναι ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας εξελίσσεται θετικότερα από ό,τι αναμενόταν, συμπεριλαμβανομένης και της δημοσιονομικής διαχείρισης.

Οι όροι της διαπραγμάτευσης και το «καψόνι»

Ασφαλώς, αυτό απέχει πολύ από το να είναι ικανό περιθώριο για την ελληνική πλευρά να αλλάζει τους όρους της διαπραγμάτευσης, η οποία είναι πάντοτε αυστηρή και δυσμενής, όμως είναι αρκετό για να αλλάζει τους όρους -προς το ευνοϊκότερο- με τους οποίους γίνεται η συζήτηση για τα επόμενα βήματα. Tαυτόχρονα, όμως, αυτό ενεργοποιεί και τους σκληρούς. Η Γερμανία, πρώτη απ’ όλους, αλλά όχι μόνο, ανησυχεί ότι, αν η οικονομία εκκινήσει, χάνει βαθμούς η ικανότητά της να ασκεί πιέσεις και να ορίζει πολιτικές, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη. Δεν είναι, δηλαδή, μόνο οι γερμανικές εκλογές που επηρεάζουν την γερμανική θέση, όπως αναφέρεται κατά κόρον. Γι’ αυτό και η συνεχής κωλυσιεργία της, η προσθήκη μέτρων που προτείνει και άλλα πολλά, που το τελευταίο μόνο είναι το «καψόνι» στο Eurogroup, που ανέβαλε την καταβολή της δόσης παρά το ότι -αυτό είναι το νέο δεδομένο- είχαν υλοποιηθεί όλα τα προαπαιτούμενα. Ήταν μια πολιτική προειδοποίηση προς την ελληνική πλευρά, αλλά όχι μόνο, ότι έχουν γνώση οι φύλακες και σχέδιο «πειθάρχησης» της Ελλάδας με εργαλείο το χρέος. Ανόητα, επιχαίρει γι’ αυτό και το διατυμπανίζει τόσο ο αντιπολιτευόμενος ελληνικός Τύπος όσο και η ΝΔ. Όμως, σωστά το εντόπισαν ως στοιχείο που επιχειρεί να «στριμώξει» την κυβέρνηση, ότι οι διαφωνίες ΔΝΤ – Ευρωζώνης μπορεί να καταλήξει ακόμη και σε ένα συμβιβασμό μεταξύ τους, που να περιλαμβάνει νέα μέτρα, που θα κληθεί να αποδεχθεί η ελληνική πλευρά.

Στη συζήτηση, βλέποντας ότι το παιχνίδι οδηγείται σε δύσκολη ατραπό, παρενέβη ευθέως και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας στο άνοιγμα του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ. «Τηρήσαμε στο ακέραιο τις δεσμεύσεις μας», τόνισε, «και όπως εμείς τηρούμε τη Συμφωνία του Ιούλη αψηφώντας το κόστος, έτσι αναμένουμε να τηρηθεί και από τους εταίρους μας». Και για να μη μένει καμιά αμφιβολία για τον αποδέκτη, πρόσθεσε: «Pacta sunt servanda όπως θα έλεγαν και οι Γερμανοί φίλοι μας». Προχώρησε μάλιστα και στην ενοποίηση των στόχων της ελληνικής πλευράς: δεύτερη αξιολόγηση, μέτρα για την απομείωση του χρέους, ποσοτική χαλάρωση θα κλείσουν ταυτόχρονα, «δεν υπάρχει θα δούμε αργότερα», δεν μπορεί αυτή η «αόριστη προοπτική να γίνει αποδεκτή», σημείωσε. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι το αίτημα αυτό το συμμερίζονται, πλέον, οι περισσότεροι τόσο στη διεθνή κοινότητα, όσο και στην ευρωπαϊκή, ακόμη και στο γερμανικό κοινοβούλιο.

Το πρόβλημα αυτό γίνεται κεντρικό και στην εσωτερική πολιτική με απρόβλεπτες εξελίξεις. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν προχώρησε περισσότερο τη σκέψη του τι θα κάνει η κυβέρνηση σε περίπτωση αδιεξόδου κατά τις διαπραγματεύσεις. Η ΝΔ, από την πλευρά της, δεν παρεμβαίνει στη συζήτηση, δεν τοποθετείται. Μιλώντας στις ΗΠΑ, ο κ. Κ. Μητσοτάκης, προχθές, στάθηκε σε γενικές διατυπώσεις. Ωστόσο δεν παρέλειψε να κατηγορήσει το λαϊκισμό, που ήταν κυρίαρχος, όπως είπε, από τη δεκαετία του 1980, όπως και να επικρίνει το λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Υπεραμύνθηκε, μάλιστα, των αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων: «Πιστεύω ότι μια ισχυρή ΕΕ πρέπει να έχει ισχυρούς δημοσιονομικούς κανόνες», τόνισε. Πρόκειται για αδιανόητη θέση, η οποία διατυπώνεται από τον ηγέτη ενός ελληνικού κόμματος, σε μία περίοδο που η Ευρωζώνη και ειδικά η Γερμανία πιέζεται για να χαλαρώσει τη λιτότητα.

Οι δανειστές εμμένουν στην τακτική τους

Το «καψόνι» της μη καταβολής της υποδόσης των 2,8 δισ. εντάσσεται στη μόνιμη τακτική των δανειστών για μη διευκόλυνση των θετικών εξελίξεων στην ελληνική οικονομία. Ποια είναι αυτή; Ότι πρώτα πρέπει να κάνει τα βήματα η ελληνική πλευρά, πρώτα πρέπει να προκύπτουν τα θετικά σημάδια στην οικονομία και μετά να αποφασίζονται στο Eurogroup ή στην ΕΚΤ οι συμφωνημένες θετικές κινήσεις ή και όσα αυτές συνεπάγονται! Γι’ αυτό άργησαν πολύ και την αξιολόγηση, για να μην πέσουν στην πραγματική οικονομία τα κονδύλια για τα ληξιπρόθεσμα, να μην προκύψει θετικό πρόσημο στην πορεία του ΑΕΠ το 2016. Γι’ αυτό τώρα όλο και απομακρύνει ο κ. Ντράγκι το μέτρο της ποσοτικής χαλάρωσης. Πρόκειται για ακραίο ανορθολογισμό, διότι ακριβώς αυτό το μέτρο είναι για να ωθήσει την ανάπτυξη, όχι να δοθεί αφού έχει αυτή εκκινήσει!

Γι’ αυτό οι δανειστές δεν δέχονται και τις προτάσεις της ελληνικής πλευράς για τον ακατάσχετο λογαριασμό ή το πάγωμα των χρεών στα ταμεία και την από εδώ και στο εξής κανονική καταβολή των εισφορών. Κωλυσιεργούν, ακόμη, και για το πλαστικό χρήμα με αποτέλεσμα να χάνονται εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Αν δεν πάνε καλά τα έσοδα το 2016, προφανώς θα δημιουργηθεί κατάλληλο έδαφος για πίεση… Ήδη τροφοδοτούνται ρεπορτάζ που αναφέρουν ότι τα αιτήματα αυτά της ελληνικής πλευράς επιβαρύνουν τη διαπραγμάτευση της δεύτερης αξιολόγησης.

Τίποτε, λοιπόν, δεν είναι τόσο απλά τεχνοκρατικό. Η στάση των θεσμών, με την επιβολή της Γερμανίας, απέβλεπε το 2016 αφενός η οικονομία να είναι σαφώς σε ύφεση και η πορεία των εσόδων να είναι στο όριο, έτσι που το φάντασμα του κόφτη να «συνετίζει» πολλαπλά την ελληνική πλευρά, καθώς είναι υπό διαπραγμάτευση σπουδαία ζητήματα, όπως τα διάφορα δημόσια έργα, στα οποία επιχειρούν να επιβάλουν τους ιδιώτες, η δημόσια περιουσία, η εκπαίδευση, τα εργασιακά, το περιβάλλον, η πρόνοια, το προσφυγικό, η υγεία κτλ, κτλ. Καθώς αυτό φαίνεται να χάνεται, κάνουν ό,τι μπορούν να εμποδίσουν να υπάρξουν διευκολύνσεις στην οικονομία. Και όχι μόνο αυτό: θέλουν να εμποδίσουν την ολοκλήρωση των αποφάσεων του Μαΐου για το χρέος και να απαγορεύσουν κάθε συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα πριν το 2018.

Ανεπαρκής, μικρή, αλλά βελτίωση

Πώς πάει όμως, στα αλήθεια η ελληνική οικονομία; Σε προηγούμενο σημείωμά μας αναλύσαμε τους διάφορους δείκτες και αποκρούαμε την τεχνητή εικόνα καταστροφής, που διαμόρφωναν καθημερινά τα μέσα ενημέρωσης. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο, καθώς η διαστρέβλωση και απόκρυψη ήταν καταφανής. Όσο τώρα δημοσιεύονται τα νεώτερα στοιχεία, η θετικότερη εικόνα της οικονομίας ενισχύεται. Ακόμη και οι δημοσιονομικοί δείκτες είναι θετικοί. Οι θετικές μετατοπίσεις είναι πολύ μικρές, βέβαια, και αργές, αλλά ανιχνεύονται σχεδόν παντού, ενισχύοντας έτσι την άποψη ότι η οικονομία έχει εκκινήσει. Ακόμη και το 2016 μπορεί να έχουμε πολύ μικρή άνοδο του ΑΕΠ, αντί μικρή πτώση. Ακόμη και ο ΙΟΒΕ, που τρεις μήνες πριν μιλούσε για ύφεση 1% και μικρή άνοδο το 2017, έσπευσε να αλλάξει τις «εκτιμήσεις» του.

Προφανώς, η βελτίωση της οικονομίας είναι μικρή και δεν φθάνει στη ζωή των θυμάτων της λιτότητας, ιδιαίτερα των ανέργων, παρά το ότι η ανεργία μειώνεται, έστω και πολύ λίγο και με αυξημένη τη μερική απασχόληση. Μειώνεται, όμως, σταθερά. Σ’ αυτή τη φάση το πώς πάει η οικονομία είναι κάτι πολύ σημαντικό και θα ήταν λάθος να βιάζεται κανείς να βγάλει το συμπέρασμα ότι, όταν λέμε ότι εξελίσσεται θετικά, αυτό μπορεί να θεωρείται ένα είδος success story. Είναι εξαιρετικά θετικό έδαφος στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, αν και καθόλου αρκετό.

Παύλος Κλαυδιανός

Πηγή: Η Εποχή