Macro

Πύργος Γκρένφελ: Ανισότητα και δικαιοσύνη στη βιοπολιτική κόλαση

Τα σχέδια της ανακαίνισης του πύργου Γκρένφελ ανακοινώθηκαν το 2012· έκτοτε, οι ένοικοι του κτιρίου, αλλά και η «Ομάδα Δράσης Γκρένφελ» (μια ομάδα οργανωμένη από τους ίδιους τους ενοίκους) προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με κάθε τρόπο τις ενστάσεις τους για θέματα ασφαλείας, διαφωνίες για το όλο σχέδιο που ήξεραν (όπως φαίνεται, εντέλει, αυτό το γνώριζαν και όλοι οι ιθύνοντες) ότι αποτελούσε μια παγίδα θανάτου. Είχαν επισημάνει, δε, ότι η μοναδική τους διαφυγή ήταν μία σκάλα (όπως καταγράφεται και σε άρθρο των Sunday Times). Οι φωνές τους δεν (εισ)ακούστηκαν· ακόμα περισσότερο οι φωνές τους αντιμετώπισαν μια επιθετική πολιτική καταστολής, με δικαστικές απειλές και τη χλεύη κάθε ανακοίνωσης που εξέδωσαν σε ιστοσελίδες, ιστολόγια, κτλ. Αυτό, όπως φαίνεται, ήταν μόνο η αρχή. Σε αυτή την υπόθεση, από την αρχή, δεν απασχολούσε κανέναν η φωνή (αυτών των ανθρώπων), αλλά η εικόνα. Η περίπτωση της φωτιάς στον πύργο Γκρένφελ είναι μια περίπτωση βιοπολιτικής και θανατοπολιτικής και αποτελεί ξεκάθαρο έγκλημα με ταξικό πρόσημο.

Σε μια πρόσφατη ομιλία της, από κοινού με την κουήρ φιλόσοφο Τζούντιθ Μπάντλερ, η μαύρη πολιτική ακτιβίστρια, φεμινίστρια, ακαδημαϊκός και συγγραφέας Άντζελα Ντέιβις μίλησε για την ανισότητα, σημειώνοντας πως μέσω αυτής, έχει κατασκευαστεί ένας δημόσιος διάλογος όπου επικρατεί μια δεδομένη και παγιωμένη εικόνα… ισότητας, από την οποία απλά αποκλείονται συγκεκριμένοι άνθρωποι, παραδείγματος χάριν οι φτωχοί. Πρόκειται φυσικά για μια στρεβλή εικόνα όπως σημειώνει και η ίδια. Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ένας μαινόμενος ταξικός πόλεμος. Παγιωμένη εικόνα είναι, αλλά εικόνα πολεμική. Αυτό που βρίσκεται στον πυρήνα της υπόθεσης Γκρένφελ είναι ακριβώς η ανισότητα και η δικαιοσύνη.

Στο συγκεκριμένο συγκρότημα κατοικιών του Βόρειου Κένσινγκτον, ζουν άνθρωποι της μεσαίας και εργατικής τάξης, και ο πύργος του Γκρένφελ κατοικούνταν από σχεδόν εξακόσιες οικογένειες αυτών των τάξεων, συμπεριλαμβανομένων και μαύρων Βρετανών κα πολλών μουσουλμάνων… Είναι γεγονός πως υπάρχει πρόβλημα ισότητας στη στέγαση στη Βρετανία και ένα βλέμμα απέχθειας σχεδόν για την κοινωνική, δημόσια, λαϊκή στέγαση (όπως είναι η περίπτωση του Γκρένφελ) από τα πιο εύρωστα τμήματα της κοινωνίας. Όλη αυτή η συνθήκη και φυσικά το κυνήγι του κέρδους οδηγούν σε εφιαλτικές καταστάσεις, που –πρέπει να γίνει πλήρως αντιληπτό– δεν πρόκειται για «ατυχήματα» και κακές ή λάθος πρακτικές, αλλά για στοχευμένες ενέργειες. Η Έμα Κόουντ, βουλευτής του Εργατικού Κόμματος που εξελέγη από το Κένσιγκτον, επισήμανε ότι η φωτιά αυτή θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί, το ίδιο δήλωσε και ο Δήμαρχος του Λονδίνου Σαντίκ Χαν.

Γιατί όμως, δεν προβλέφθηκε; Είναι άτοπο να προσπαθεί να συνδέσει κανείς τις επιλογές του Κεφαλαίου με τον ρασιοναλισμό όπως ενορχηστρωμένα επιχειρείται τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την ανακαίνιση του κτιρίου ήταν ακατάλληλα και επικίνδυνα, αλλά συμφέροντα. Το ACP, που χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή (περιλαμβάνει το εξαιρετικά εύφλεκτο πολυαιθυλένιο), είναι απολύτως ενοχοποιημένο για τέτοιου τύπου φωτιές σε Γαλλία, Ντουμπάι και απαγορεύεται σε κάποιες χώρες. Κι όμως, παράγεται και χρησιμοποιείται, παραταύτα. Ο Γκόρντον Κουκ (ειδικός στα θέματα ασφάλειας πυρός) είχε προειδοποιήσει για αυτά τα πράγματα από το 2000. Αυτό που αντέτασσε μονίμως το δημοτικό συμβούλιο, ήταν ότι η προστασία του κτιρίου ήταν απολύτως επαρκής και πως οι ανιχνευτές καπνού, καθώς και τα ποτιστηράκια, μπορούσαν να προστατεύσουν τους ενοίκους. Πρόκειται για ανατριχιαστικά ψεύδη, αφού, σύμφωνα με τους ειδικούς, τόσο τα υλικά όσο και η μέθοδος (cladding) που χρησιμοποιήθηκαν, έκαναν τη φωτιά να αναδιανέμεται από το εξωτερικό του κτιρίου και προς τα μέσα, προς πάσα κατεύθυνση, πάνω, κάτω, δεξιά κι αριστερά. Η επίστρωση του κτιρίου με υλικά πάνω σε υλικά και το διάκενο μεταξύ τους, πέρα από βασικό αίτιο της καταστροφής, ήταν και μια πολιτική απόφαση, όπως αναφέρεται και από τους κατοίκους της περιοχής, αφού έγινε για να ομορφύνει το κτίριο, ώστε να μην αποτελεί άσχημη θέα για τους κατοίκους γειτονικών, πιο εύρωστων, περιοχών. To cladding πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ενοχοποιείται για τη φωτιά που ξεσπάει σε κτίρια που έχει χρησιμοποιηθεί. Έχουμε και λέμε: Στο ξενοδοχείο «Γουότερ Κλαμπ» στην Ατλάντα των ΗΠΑ το 2007, στο Lacanal στο Λονδίνο το 2009, στο Τηλεοπτικό και Πολιτιστικό Κέντρο στο Πεκίνο της Κίνας την ίδια χρονιά, στο κτίριο Γουσίν στη Νότια Κορέα το 2010, στον πύργο Μερμόζ στη Γαλλία το 2012 και ο κατάλογος συνεχίζεται.

Δεν είναι η περίπτωση της φωτιάς του Γκρένφελ, λοιπόν, μια παράβλεψη. Δεν είναι καν ασύγγνωστο λάθος, εγκληματική αδιαφορία, αλλά κάτι πολύ περισσότερο: Θανατοπολιτική. Οι ισχυροί και οι έχοντες αποφασίζουν ποιοι αξίζει να θυσιαστούν, και εν προκειμένω οι λόγοι είναι και οντοαισθητικοί. Αυτό το σχέδιο εξωραϊσμού του κτιρίου, η ανακαίνισή του με τους όρους και τις μεθόδους που έχουν περιγραφεί μέχρι στιγμής, οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα. Αντί να παρθούν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας για να σωθούν ζωές, σχεδιάστηκε μια εξωραϊστική και εξωραϊσμένη κόλαση, με στόχο να αποκρύψει, να ανακατευθύνει και να επανανοηματοδοτήσει. Από τη μία, το βλέμμα και η όψη του πτωχού Άλλου κλονίζει την αστική τάξη που ορίζεται στη διαφορά της από αυτό το βλέμμα και το αποκρύπτει· από την άλλη, ορίζει μια εικόνα του Άλλου και τον φυλακίζει σε αυτή την εικόνα, αντιτάσσοντας καφκική γραφειοκρατία στη φωνή του. Το cladding έγινε για την μπουρζουά αισθητική ικανοποίηση. Όπως το είχε πει ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ: Η κόλαση είναι οι άλλοι. Το βλέμμα του Άλλου στο οποίο παγιδεύεσαι και, ταυτοχρόνως, το βλέμμα του Άλλου που ορίζει το «Εγώ» την ώρα που το προσλαμβάνει και που το παγιδεύει. Οι φτωχοί ζουν όπως τους αναγκάζουν να ζουν για να υπάρξουν οι πλούσιοι. Είναι μια αισθητική οντολογία. Μια οντοαισθητική που επιτυγχάνεται με βιοπολιτικές μεθόδους.

Οι βιοπολιτικές μέθοδοι, μολοντούτο, δεν σταματούν εδώ. Αμέσως μετά την καταστροφή, αυτό που αναγνωρίστηκε από συγγενείς θυμάτων, κατοίκους άσημους αλλά και διάσημους (όπως η τραγουδοποιός Λίλυ Άλλεν, που προσπάθησε να μιλήσει για το θέμα στο Κανάλι 4 και κόπηκε κάπως ex abrupto για να ματαιωθεί εν συνεχεία και συνέντευξή της στο BBC από την πλευρά του τελευταίου) ήταν η μη αναγνώριση. Η αργή ταυτοποίηση των θυμάτων, η υπερβολικά αργή καταμέτρηση, η ανεπαρκής πληροφόρηση, η ανεπαρκέστατη ή και ανύπαρκτη κάλυψη του συγκεκριμένου θέματος από τα ΜΜΕ, η ανάδειξη αυτής της συνθήκης εκ νέου, θεματοποιημένης ως συνωμοσιολογίας, η ανύπαρκτη πρόνοια του Κράτους, όλα αυτά που αρκετές μέρες μετά, μένουν ως έχουν, αποκτούν πια χαρακτηριστικά συγκάλυψης. Κατ’ αρχάς, ο αριθμός των νεκρών αρχίζει να αυξάνεται με πολύ μεγάλο και αδικαιολόγητα ράθυμο ρυθμό – έχουμε φτάσει στους 79, ενώ στην αρχή μιλούσαν μόλις για 17, ένα νούμερο που, με τη λογική, δεν μπορεί να το υποστηρίζει καμία επίσημη Αρχή και μάλιστα δηλώνοντας ότι αυτό συμβαίνει εξαιτίας του αργού ρυθμού των διαδικασιών, επειδή ήταν μεγάλη η καταστροφή, αλλά η οποία εντέλει, μας δίνει μόνο 79 νεκρούς. Η φράση είναι κάπως ασυνάρτητη, αφού περιγράφει ασυνάρτητες συλλογιστικές. Πολλοί μιλούν, λοιπόν, για πολύ μεγαλύτερο αριθμό, το οποίο δεν ακούγεται παράλογο, αν κοιτάξει κανείς το κατεστραμμένο κτίριο και συνυπολογίσει ότι ζούσαν εκεί 600 σχεδόν οικογένειες. Άνθρωποι ανίκανοι να διαφύγουν ενόσω η φωτιά κινούνταν προς κάθε κατεύθυνση. Όχι μόνο δεν μπορούσαν να διαφύγουν, αλλά είχαν και ρητές εντολές από το συμβούλιο της περιοχής, να παραμείνουν στα σπίτια τους για να προφυλαχθούν. Όσοι διέφυγαν, έχουν δηλώσει πως το γεγονός ότι ζουν οφείλεται ακριβώς στο ότι δεν πειθάρχησαν στις οδηγίες του συμβουλίου.

Πολλοί ψάχνουν ακόμα τους ανθρώπους τους, όσο οι επιζήσαντες βιώνουν έναν ανηλεή πόλεμο για το πού θα στεγαστούν, πόλεμο με τους ίδιους όρους, ταξικούς, οντοαισθητικούς… Γονείς ψάχνουν τα παιδιά τους, φίλοι τους φίλους τους, χωρίς να τους αναγνωρίζεται κανένα δικαίωμα. Ούτε καν το δικαίωμα στο πένθος. Πώς μπορούν να προχωρήσουν τη ζωή τους αυτοί οι άνθρωποι, αν δεν γνωρίζουν καν την κατάσταση των αγνοούμενων; Οι αγνοούμενοι είναι και πάλι εδώ, αποκρυβόμενοι. Ένα νέο βιοπολιτικό στάδιο στο οποίο όχι μόνο οι ισχυροί αποφασίζουν ποιος θα πεθάνει, όχι μόνο ποια σώματα είναι πενθήσιμα, σύμφωνα με τη θεώρηση της Τζούντιθ Μπάτλερ, αλλά οι νεκροί δεν αναγνωρίζονται καν ως τέτοιοι. Καταλαμβάνουν έναν νέο μεταιχμιακό βιοπολιτικό τόπο μεταξύ ορατού και αόρατου θανάτου. Ένας θάνατος –που μένει να φτάσει– για τον ήδη νεκρό.

Στο ίδιο μοτίβο και η δικαιοσύνη· είναι κι αυτή είναι μια δικαιοσύνη που μένει να φτάσει, ενώ, μέχρι στιγμής, μόνο το Εργατικό Κόμμα ζητά διερεύνηση και απόδοση ευθυνών. Στους αρχιτέκτονες, στους εργολάβους, στο δημοτικό συμβούλιο, στον σκοτεινό ρόλο της Οργάνωσης Ενοίκων του Κένσινγκτον και Τσέλσυ (KCTMO) που ανέλαβε όλη την ανακαίνιση για λογαριασμό του συμβουλίου, στο Κράτος, την Πολιτεία. Ποιος μπορεί να περιμένει όμως στην κόλαση;

Νίκος Δασκαλόπουλος