Macro

Το πραξικόπημα στην Τουρκία και οι επιπτώσεις του στη Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας

Για αρκετό διάστημα πριν την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, υπήρχε τόσο στην Ευρώπη -και κυρίως – στην Ελλάδα, αρκετός προβληματισμός τόσο για τους όρους της Συμφωνίας ΕΕ- Τουρκίας, όσο και για την ολοκληρωμένη εφαρμογή τους. Τουτέστιν, εμφάνιζε ελλείψεις σε δημοκρατικά εχέγγυα, φαινόταν να μην προϋποθέτει το σεβασμό της Συνθήκης της Γενεύης, ενώ εμφάνιζε και την Τουρκία ως ασφαλή Τρίτη χώρα, έστω και κατά περίπτωση, αναγνωρισμένη ως προς αυτό από την Ελλάδα και εν τοις πράγμασι και από τους υπόλοιπους ευρωπαίους εταίρους. Επιπλέον, είχε και το εγγενές πρόβλημα της πλημμελούς ή μερικής εφαρμογής της.

Πιο συγκεκριμένα, αν και ο βασικός της σκοπός που ήταν η ανάσχεση και μείωση των προσφυγικών ροών επετεύχθη, -γεγονός που, εκ των πραγμάτων, δε μπορούμε να το δούμε ως ασήμαντο- ωστόσο η Τουρκία ακολούθησε από την αρχή της υπογραφής της Συμφωνίας μια παρελκυστική πολιτική, ζητώντας περισσότερη οικονομική ενίσχυση και την ταχύτερη εφαρμογή όρων που δεν συνδέονταν με την εφαρμογή της Συμφωνίας και μόνο, αλλά και με την ενεργοποίηση εκ νέου της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας στην ΕΕ (προκειμένου λοιπόν να ισχύσουν οι συγκεκριμένοι όροι ήταν αναγκαίο να πληρούνται και προαπαιτούμενα πέραν του προσφυγικού, και τα οποία εν μέρει παραγκωνίστηκαν λόγω αυτού). Επιπλέον, και από την πλευρά της Ε.Ε., η οποία πίεσε για τη σύναψή της, η Συμφωνία ποτέ δεν εφαρμόστηκε πλήρως, αφού ο όρος της μετεγκατάστασης (relocation) δεν τέθηκε ουσιαστικά -ακόμη- σε πλήρη εφαρμογή.

Ως εκ τούτου, οι Ευρωπαίοι εταίροι που επεδίωξαν τη Συμφωνία, επέλεξαν εκ των υστέρων να την εφαρμόσουν στο βαθμό που τους εξυπηρετούσε, ενώ η Τουρκία και η Ελλάδα – δέσμιες και της γεωγραφίας τους – επωμίστηκαν το βασικό βάρος της εφαρμογής της. Από την τελευταία ζημιωμένοι βγήκαν και οι ίδιοι οι πρόσφυγες, καθώς η Συμφωνία καθόριζε ένα πλαίσιο για την -αργή, ναι μεν, και σε μικρούς αριθμούς, αλλά «σύννομη»- επανεγκατάστασή τους σε ευρωπαικές χώρες μετά την επιστροφή τους στην Τουρκία, το γνωστό relocation, που ακόμη εκκρεμεί.

Έτσι εμφανίστηκε το οξύμωρο, όσοι είχαν πιέσει για τη Συμφωνία (ευρωπαίοι εταίροι) να μην εφαρμόζουν όσα τους αναλογούν από αυτή, αλλά να πιέζουν Ελλάδα – Τουρκία για την εφαρμογή της. Από την άλλη, όσοι μπήκαν σε αυτή χωρίς να θεωρούν ότι ήταν η βέλτιστη λύση, (Ελλάδα και Τουρκία, έστω και αν η δυσθυμία του Ερντογάν μπορούσε να αποδοθεί σε τακτικισμό), να την εφαρμόζουν σε όσα τους αναλογούν και να πιέζουν για την πλήρη εφαρμογή της από όλους τους εμπλεκόμενους. Ωστόσο ακόμη και αυτή η μερική (οπορτουνιστική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί) εφαρμογή μιας «δύσκολης» και «εύθραυστης» όπως ορθά έχει χαρακτηριστεί, συμφωνίας, ήταν σαφώς προτιμότερη από το το χάος και τους καθημερινούς θανάτους ανθρώπων στο Αιγαίο, καθώς θα μπορούσε να δώσει το περιθώριο για πολιτικούς χειρισμούς και πιέσεις προς την σωστή κατεύθυνση, δηλαδή την εφαρμογή του relocation και τον αποτελεσματικό έλεγχο των τουρκικών χειρισμών στο θέμα της αντιμετώπισης των προσφύγων.

Ωστόσο πριν η κατάσταση να έχει το χρόνο να εκτονωθεί, προκειμένου να υπάρξουν περιθώρια πολιτικού διαλόγου και διαπραγμάτευσης, νέα γεγονότα ενέτειναν την πόλωση και την εσωστρέφεια εντός ΕΕ. Τα συνεχή τρομοκρατικά χτυπήματα λειτούργησαν σαν αντηχείο στις ακροδεξιές φωνές σε όλόκληρη την Ευρώπη, ενώ την εντεινόμενη ευρωπαική εσωστρέφεια και την ξενοφοβία ήρθε να υπογραμμίσει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο το Brexit. Σε αυτή την οριακή κατάσταση αναφορικά με τη Συμφωνία, εκδηλώθηκε η απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία.

Υπάρχουν πολλές απόψεις και άλλες τόσες εικασίες σχετικά με το πώς και από ποιούς οργανώθηκε το προξικόπημα, και εννοείται ότι η αλήθεια σε όλη της την έκταση θα διαφανεί μόνο αφού περάσει αρκετός καιρός. Ωστόσο, στη μακρά πορεία του Ερντογάν και του κόμματός του στην εξουσία, δεν είναι δυνατό να μας διαφύγει η σημαντική στροφή στην πολιτική γραμμή των που σημειώθηκε μετά και τις εκλογές του 2007. Το AKP έως τότε είχε προσπαθήσει, κατά το μάλλον ή ήττον, να βγάλει το Ισλάμ από το παρασκήνιο και να το νομιμοποιήσει ως πολιτικό φορέα σταθερότητας και συμπόρευσης με το νεοφιλελευθερισμό και τις πολιτικές της αγοράς. Το Ισλάμ στην προκειμένη περίπτωση είχε εθνικό πρόσημο, ήταν το τουρκικό Ισλάμ και ήταν υπό τον έλεγχο και με την συμπόρευση του κράτους. Σε αυτή τη διαδικασία ήπιας προσαρμογής λειτούργησε συναινετικά, ιδιαίτερα στην εξωτερική του πολιτική, προκειμένου να υπάρξουν ανοίγματα προς και από την Τουρκία τόσο με τις ΗΠΑ αλλά και την Ευρωπαική Ένωση και τη Ρωσία. Για εκείνη την περίοδο η Τουρκία παγιώνει τη θέση της ως «σταθεράς» στην περιοχή. Μετά τις εκολογές του 2007, και ενώ η θέση του AKP αλλά κυρίως του Ερντογάν φαίνεται να παγιώνεται στο πολιτικό πεδίο, οι πολιτικές του φαίνεται να αλλάζουν και να ριζοσπαστικοποιούνται.

Μετά και την επίθεση των ισραηλινών δυνάμεων στο Mavi Marmara το Μάιο του 2010 η Τουρκία κλιμάκωσε την ένταση στις σχέσεις της με το Ισραήλ και προσπάθησε να εισάγει μια εξωτερική πολιτική – εκμεταλλευόμενη και την κρίση στην ΕΕ- η οποία – μέσω και του Ισλάμ- θα την καθιστούσε ρυθμιστή των ζητημάτων – κυρίως των μουσουλμάνων- στη Μ. Ανατολή. Οι συγκεκριμένες επιδιώξεις μέσα σε πολύ λίγο χρόνο θα απομονώσουν την Τουρκία διεθνώς, ενώ ο Ερντογάν θα ακολουθήσει την αντίστοιχη πολωτική πολιτική και στο εσωτερικό της χώρας, προκειμένου να εξουδετερώσει τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης αναφορικά με τις πολιτικές του επιλογές. Αν κάνουμε μια σύντομη θεώρηση έως και τις μέρες που εκδηλώθηκε το πραξικόπημα, ο Ερντογάν με τις αυθαίρετες πολιτικές του επιλογές έδωσε την ευκαιρία σε πολιτικές δυνάμεις που δεν έχουν τίποτε κοινό μεταξύ τους να συνασπιστούν, με μόνο κοινό τους σημείο την επιθυμία της ανατροπής του.

Ως εκ τούτου, είναι ισχυρή η πιθανότητα η απόπειρα πραξικοπήματος να οργανώθηκε από Γκιουλενιστές, όπως ισχυρίζεται και η ίδια η κυβέρνηση, αλλά δε θα ήταν δυνατή η – έστω και αποσπασματική συμμετοχή του στρατού, χωρίς τη συνδρομή ή έστω την ανοχή και κεμαλικών στοιχείων. Πλέον τα γεγονότα έχουν αποκτήσει τη δική τους δυναμική και εξελίσσονται με μεγάλη ταχύτητα, η οποία εν πολλοίς ξεπερνά την όποια αυτόνομη πολιτική βούληση. Αυτή τη στιγμή η Τουρκία είναι μια χώρα με σαφές έλλειμα δημοκρατίας. Υπάρχει ακόμη ενδεχόμενος ο κίνδυνος διολίσθησης σε εμφύλιο, και πάντως είναι ορατός ο κίνδυνος θεσμικού εκτροχιασμού – καθώς θεσμικός εκτροχιασμός δεν είναι μόνο η ανατροπή του πολιτεύματος αλλά και η καταστρατήγηση βασικών αρχών του, όπως είναι για παράδειγμα η επαναφορά της θανατικής ποινής για να τιμωρηθούν εκ των υστέρων και παράνομα οι ύποπτοι ως υποκινήσαντες το πραξικόπημα.

Λόγω των παραπάνω, έχει σημασία να μην εκλείψουν οι εξωτερικές κεντρομόλες δυνάμεις, οι οποίες θα μπορούσαν να την κρατήσουν σε μια σταθερή πορεία, και να δώσουν το χρόνο σε πολιτικές διεργασίες και πρωτοβουλίες να την επαναφέρουν κατά το δυνατό στην ομαλότητα. Αν η ΕΕ μπορουσε να ξεπεράσει την προαναφερθείσα εσωστρέφεια και να σταθεί στο ύψος της συγκεκριμένης περίστασης, έστω και με βασικό όχημα τη Συμφωνία -και την οικονομική βοήθεια που στο πλαίσιο αυτής έχει ήδη λάβει η Τουρκία- θα ήταν δυνατό να αποτελέσει ένα πόλο στήριξης και σταθερότητας της πολιτικής στη γείτονα, ένα σημείο αναφοράς και ελέγχου.

Η Ελένη Μπουλετή είναι Διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου.