Macro

Παραγωγή και αναπαραγωγή, επανάσταση και κομμουνισμός – Συνέντευξη με τον Τόνι Νέγκρι

Στο έργο σας «Η εργασία του Διόνυσου» (μαζί με τον Μάικλ Χαρντ) (1) ο σύγχρονος τρόπος παραγωγής περιγράφεται επιμένοντας στην κεντρική σημασία των «προϋποθέσεων του κομμουνισμού»: η γλώσσα, οι συναισθηματικές σχέσεις και η κινητικότητα έχουν γίνει οι πυλώνες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Η κρίση που ξέσπασε το 2008 αντί να ακυρώσει αυτή την διάγνωση φαίνεται να την επιβεβαιώνει. Συμφωνείτε;

Πιστεύω πως ναι. Σκοπός ήταν άλλωστε σε αυτό το βιβλίο να γίνει μια σύνοψη διάφορων στοιχείων ανάλυσης της εργασίας και των μετασχηματισμών της. Πρόκειται για μια ανάλυση η αρχή της οποίας εντοπίζεται πολλά χρόνια πριν, εκκινεί από την συλλογική έρευνα της Potere Operaio. Ήταν μια  κριτική ανάλυση του παραδοσιακού εργατικού κινήματος, βασισμένη στην βαθιά μετάλλαξη της τεχνικής και πολιτικής σύνθεσης της εργατικής τάξης. Και πιο συγκεκριμένα φαινόταν να έχουν αλλάξει ριζικά οι διαδικασίες υποκειμενοποίησης. Οι φοιτητικοί αγώνες, ειδικά μετά το 1968 –όπως γίνεται πιο ξεκάθαρο στο “Fine Secolo” (2)– συμπεριλάμβαναν πολλά στοιχεία από τους εργατικούς αγώνες του τότε, καθώς η εργασία στους τομείς της πληροφορικής και της ψηφιοποίησης άρχιζε να αποκτά κεντρικό ρόλο σε αυτούς τους τελευταίους. Ήδη από το 1986, κι έπειτα την περίοδο ’94 – ’95, στη Γαλλία, οι τεράστιες συγκρούσεις που ξέσπαγαν –και αφορούσαν από τον τομέα της γνώσης ως τον τομέα της υγείας και από τις αστικές υπηρεσίες ως το συνταξιοδοτικό– επέμεναν στο πεδίο της αναπαραγωγής ενώ διαρθρώνονταν πάνω στο μητροπολιτικό πεδίο. Είναι ξεκάθαρο επομένως πως η κρίση που ήρθε το 2008 δεν κάνει άλλο από το να επιτίθεται σε αυτές τις νέες συνθήκες. Κι όχι μόνο: πρόκειται για μια κρίση που προσπαθεί να καθιερώσει μια μορφή διακυβέρνησης, όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, πάνω σε μια ριζική μετάλλαξη του παραγωγικού υποκειμένου.

Σε μια πραγματεία αφιερωμένη στον Λένιν (3), ο Λούκατς υποστήριζε πως δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ιστορικό υλισμό χωρίς να νοείται η επικαιρότητα της επανάσταση ως «το θεμελιώδες ζήτημα της εποχής». Το επίκαιρο του ζητήματος αυτού μοιάζει πλέον ως κάτι το απρόσιτο. Κι όμως, όπως είπαμε, σήμερα περισσότερο από ποτέ οι «προϋποθέσεις του κομμουνισμού» πληρούν τα κριτήρια του τρόπου παραγωγής. Μπροστά στην βαρβαρότητα της κρίσης και του πολέμου, η επανάσταση είναι ξανά η μόνη εναλλακτική;

Ασφαλώς έχει αποτύχει κάθε διαμεσολάβηση ανάμεσα στο επίπεδο των χειρισμών όπως διαμορφώνονται σήμερα στην χρηματοπιστωτική τους διάσταση και στο γενικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί η ζωντανή εργασία. Η αποτυχία αυτής της διαμεσολάβησης καθιστά σαφές πως η λύση σε μια τόσο ριζική όσο και ανυπέρβλητη αντίφαση δεν μπορεί παρά να είναι μια επαναστατική διαδικασία. Ωστόσο έχει σημασία να ξεκαθαρίσουμε τι σημαίνει σήμερα επανάσταση. Ήδη στα γραπτά μου της δεκαετίας του ’80 δινόταν έμφαση στις ενεργητικές συμπεριφορές (πρακτικές), στην παραγωγή της υποκειμενικότητας που προέκυπτε από την νέα προλεταριακή συνθήκη. Θεωρώ πως το να μιλά κανείς για επανάσταση –επειδή αποτελεί πλέον καθοριστικό γεγονός– δεν είναι πια συνώνυμο με το να μιλά για τη ρήξη του συστήματος ελέγχου και της επανάστασης, τις μορφές του σταθερού κεφαλαίου και την ενεργή παθητικότητα της ζωντανής εργασίας ενάντια στο σύστημα ελέγχου, κι επομένως για το σπάσιμο της διαλεκτικής. Δεν είναι πια αυτό το βασικό πρόβλημα, αλλά εκείνο του να κατανοήσουμε ποιες είναι οι συμπεριφορές, τα επίπεδα οργάνωσης και οι δυνατότητες έκφρασης που έχει το νέο προλεταριάτο. Επειδή όταν λέει κάποιος «δεν υπάρχει λύση αν αυτή δεν είναι η επανάσταση», λέει κάτι που είναι πλέον μπανάλ. Το ζήτημα δεν είναι να ξέρεις ή όχι αν είναι αναγκαία αλλά περισσότερο να γνωρίζεις πως είναι αναγκαία και πως είναι εφικτή. Η αποφυγή των οποιονδήποτε ρεφορμιστικών λύσεων συνεπάγεται σήμερα περισσότερο από ποτέ μια λύση μέσα από διαδικασίες που θα καθορίζεται από την σύσταση πραγματικών αντιεξουσιαστικών οργάνων. Και κάτι άλλο που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας, πέρα από την μορφή των διαδικασιών, είναι το γεγονός ότι αυτό το τελευταίο αναπτύσσεται εξ ολοκλήρου στο πεδίο της αναπαραγωγής: η παραγωγή είναι εξαρτημένη από την αναπαραγωγή, το εργοστάσιο από την κοινωνία, το άτομο από τη συλλογικότητα που διαμορφώνεται εντός της κοινωνίας. Βρισκόμαστε μπροστά στην αναγκαιότητα να κατασκευάσουμε όργανα για τα κοινά, όχι ως τελικό αποτέλεσμα της επαναστατικής διαδικασίας, αλλά ως συνθήκη της επαναστατικής διαδικασίας. Από αυτή την άποψη, θεωρώ πως το ζήτημα είναι να μιλήσουμε ξανά για την επικαιρότητα της επανάστασης και να μιλήσουμε για αυτήν στο παρόν, όχι ως μια επικαιρότητα για κάτι που θα έρθει.

Έχει επιστρέψει δυναμικά στο σύγχρονο προσκήνιο (από τον μπολιβαριανισμό έως τους λαϊκισμούς της ευρωπαϊκής αριστεράς) το θέμα του Κράτους. Επιπλέον και η αναγκαιότητα του «ανήκειν στο Κράτος» για τους υποτελείς (4). Σαν να ξαναβρίσκει την δυναμική του ο Γκράμσι, συχνά μέσα από αναγνώσεις υπό το πρίσμα του Τολιάτι. Μπορεί να γίνεται λόγος για κομμουνιστική εμπειρία –πολύ περισσότερο στην εποχή της παγκοσμιοποίησης των διαδικασιών εκμετάλλευσης– χωρίς μια ριζοσπαστική κριτική της μορφής-Κράτος;

Είναι σαφές πως μια ριζοσπαστική κριτική της μορφής-Κράτος είναι αναγκαία, αλλά από πολλές απόψεις είναι πλεονασμός. Με την έννοια ότι, αν αληθεύει αυτό που λέγαμε πριν, δηλαδή πως έχει αποτύχει εντελώς η διαμεσολάβηση, η ίδια η λειτουργία του Κράτους δεν μπορεί πια να εκλαμβάνεται με όρους ρεφορμιστικούς: γιατί απλούστατα πρόκειται για μια λειτουργία καταπιεστική. Από αυτή την άποψη, το Κράτος είναι κάτι το παρασιτικό. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί πια να έχει θέση εντός της επαναστατικής σκέψης. Τούτου λεχθέντος όμως οφείλουμε να είμαστε προσεχτικοί γιατί το πρόβλημα δεν αφορά την χρησιμότητα του Κράτους ως τέτοιου. Σε οποιοδήποτε στάδιο της μετάβασης δεν μπορεί κανείς παρά να κάνει χρήση γενικών εργαλείων όπως αυτών που προσφέρει το Κράτος. Για να τα ανατρέψει προφανώς, για να τα απεκδύσει, σταδιακά, από το εξουσιαστικό (καταπιεστικό) φορτίο που φέρουν καθαυτά. Ο πραγματικός εχθρός επομένως είναι ο φετιχισμός του Κράτους. Σήμερα υπάρχουν θέσεις, όχι και τόσο εύλογες, που λαμβάνοντας υπόψη τις χρήσεις ορισμένων δημόσιων λειτουργιών – οι οποίες κατοχυρώνονται στο σύνταγμα του Κράτους – ανάγουν σε φετίχ την κυριαρχία, την αυτονομία της κρατικής εξουσίας, συμπιέζοντας δυσανάλογα τις ελευθερίες των αγώνων. Πρόκειται για ένα φετιχισμό των πρωτοποριών που βρίσκονται πάνω από τα πραγματικά κινήματα – τα μοναδικά που μπορούν να μετασχηματίσουν το κοινωνικό. Πρέπει να καταστεί σαφές λοιπόν ότι πίσω από τον φετιχισμό για το Κράτος κρύβονται πάντα δύο ιδεολογίες/συμπεριφορές: η μία είναι αυτή της πρωτοπορίας, η άλλη είναι η αναρχική, της αμεσότητας και των μεσσιανικών ανοιγμάτων. Από τέτοιου είδους αναφορές είναι που χρειάζεται πραγματικά να απαλλαγούμε.

Η κομμουνιστική σας αγωνιστικότητα ωρίμασε μέσα από τους μεγάλους αγώνες του «εργάτη-μάζα», για να συναντήσει έπειτα, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, τον «κοινωνικό εργάτη»: μια νέα προλεταριακή μορφή, αποτέλεσμα της σχολικής εκπαίδευσης, της επέκτασης του welfare και των αγώνων για την άρνηση της εργασίας. Η ίδια εκείνη φιγούρα, εν μέσω κρίσης, αναπαριστάται ως έμβλημα της εργασιακής επισφάλειας. Στο πεδίο αυτό, τι σημαίνει κομμουνιστική αγωνιστικότητα;

Σημαίνει να μπορεί κανείς να μετατρέπει τα δεινά της ανάγκης, της επιθυμίας και της ανεπάρκειας κατασκευάζοντας ένα «εμείς» που επιθυμεί. Μέσα στην ευελιξία και την κινητικότητα που επιβάλει το νεοφιλελεύθερο καθεστώς η ατομική δυστυχία αυξάνεται.  Το συλλογικό, αντίθετα, θα πρέπει να τεθεί δυναμικά εντός της σύγχρονης «εργασιακής συνθήκης». Η σοσιαλδημοκρατία δεν στάθηκε ικανή να κατανοήσει, με την μορφή του welfare και της εργασίας που βρισκόταν πίσω από αυτό, την ανάγκη για ενίσχυση του συλλογικού, του μαζί, και επομένως και το γεγονός ότι οι ατομικότητες ζουν μέσα από τις αναμεταξύ τους σχέσεις. Από την εκ νέου ανακάλυψη ενός συνεργατικού συλλογικού μπορεί να γεννηθεί σήμερα ένα νέο κομμουνιστικό πνεύμα. Προφανώς πρέπει να γίνουν κάποια αναγκαία υλικά βήματα για να αντιληφθούμε πως προχωρά κανείς από την ανάγκη στην επιθυμία… και πιστεύω στην παλιά φόρμουλα: οικειοποίηση, θεσμός και κατάληψη της εξουσίας. Οικειοποίηση είναι η πίεση που ασκείται στους μισθούς και στα εισοδήματα. Σε επόμενη χρονική στιγμή βρίσκεται το θεσμικό: να αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλο και να ενεργούμε ως «εμείς». Βήμα κρίσιμο και σε καμία περίπτωση αναγώγιμο στην αμεσότητα ή στην ανάληψη με καθαρή συνείδηση. Κι έπειτα είναι το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας, το οποίο δεν είναι κάτι το μυθικό αλλά ένα φαινόμενο εντελώς διαφορετικό από αυτά που έχουμε γνωρίσει: γιατί αφορά στο να θέτει σε λειτουργία μια διαρκή συνταγματική διαδικασία που δεν θα σταματάει σε προκαθορισμένες θεσμικές μορφές αλλά θα ανοίγει πάντα τους θεσμούς σε νέες δυνατότητες συναίνεσης, συνοχής και συνεργασίας. Κι όλα αυτά, πλέον, πρέπει να συμβούν στο πεδίο της αναπαραγωγής. Συνέβη κάτι το καταπληκτικό το φθινόπωρο που μας πέρασε: η διαδήλωση των γυναικών στην Ρώμη. Ένα γεγονός που αποτέλεσε καινοτομία, γιατί δεν ήταν απλά μια διαδήλωση ενάντια στην βία με βάση το φύλο όσο μια θεμελιώδης διακήρυξη ενάντια στην εκμετάλλευση των γυναικών, κάτι που γίνεται κατανοητό ως ένα στοιχείο που συνδέεται με όλες τις μορφές του πολιτικού, έτσι όπως παρουσιάζεται σήμερα. Αυτό είναι το πεδίο της βιοπολιτικής στο οποίο αρχίζουν να κινούνται τα πράγματα.

 

Ο Τόνι Νέγκρι συγκαταλέγεται ανάμεσα στους επιφανέστερους πολιτικούς φιλοσόφους παγκοσμίως.

Τη συνέντευξη πήρε ο Φραντσέσκο Ραπαρέλι.

Μετάφραση: Βαρβάρα Κυριλλίδου

  1. Michael Hardt & Antonio Negri (2001), Η εργασία του Διόνυσου (μεταφ. Παναγιώτης Καλαμαράς), Αθήνα: Ελευθεριακή Κουλτούρα. Εναλλακτικά ο πρόλογος και η εισαγωγή μπορούν να βρεθούν κι εδώ: «Η εργασία του Διονύσου», μτφρ. Άκης Γαβριηλίδης, Θέσεις, τχ. 75, Απρίλιος-Ιούνιος 2001 (http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=741&Itemid=29)
  2. Antonio Negri (2005), Fine secolo. Un’interpretazione del Novecento [Το τέλος του αιώνα. Μια ερμηνεία του 20ουαι.], Roma: Manifestolibri.
  3. Γκέοργκ Λούκατς (1990), Η σκέψη του Λένιν: Η επικαιρότητα της επανάστασης (μετάφ. Στάθης Σφακιανούδης), Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
  4. Στο πρωτότυπο “subalterni”. Ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που ανήκουν σε υπεξούσιες ομάδες, σε εξόριστους, μετανάστες, σε ανθρώπους χωρίς χαρτιά που δεν έχουν πρόσβαση στα δικαιώματα υπέρ τους και δεν εισακούεται η φωνή τους. Άνθρωποι χωρίς δικαίωμα στα δικαιώματα. Για περισσότερα βλ. Μίνα Καραβαντά, «Για ποιους χτυπά η καμπάνα της δημοκρατίας; Ο άνθρωπος χωρίς χαρτιά και το ‘δικαίωμα στα δικαιώματα’» στο: Τζούντιθ Μπάτλερ & Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ (2015), Τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο: Γλώσσα, πολιτική και το δικαίωμα του ανήκειν, Αθήνα: Τόπος, σελ. 7 – 30.

 

Πηγή: Alterthess από Dinamopress.