Micro

Όχι υποχωρήσεις στη διαπραγμάτευση, επιστροφή στις ρίζες

Στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) του ΣΥΡΙΖΑ, που έγινε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο -και ήταν ουσιαστικά η πρώτη μετά από την εκλογή της στο συνέδριο, πριν τέσσερις μήνες, όταν μειώθηκε ο αριθμός των μελών της για να γίνει υποτίθεται πιο ευέλικτη, ώστε να αποκτήσει ουσιαστικές αρμοδιότητες-ελήφθη μια θετική απόφαση. Σε αντίθεση με το παρελθόν, που δεν περιλαμβάνει μόνο την κορυφαία πράξη της υπογραφής του τρίτου μνημονίου στις 15 Ιουλίου 2015, υπήρξε δέσμευση ότι αυτή τη φορά καμιά πρόταση της κυβέρνησης σε σχέση με την δεύτερη αξιολόγηση δεν θα πάει στη βουλή προς ψήφιση, πριν αυτή συζητηθεί στο καταστατικά ανώτατο, μεταξύ δύο συνεδρίων, σώμα του κόμματος. Εφόσον η συγκεκριμένη απόφαση τηρηθεί -συγχωρείστε μου την επιφύλαξη, αλλά η απόφαση κρίσιμης συνεδρίασης του ίδιου οργάνου, εκείνο το τραγικό καλοκαίρι του 2015, περί διεξαγωγής συνεδρίου τον Σεπτέμβριο ανατράπηκε μονομερώς από την κυβέρνηση και αντ’ αυτού διεξήχθησαν εκλογές- θα πρόκειται για ένα βήμα στην κατεύθυνση ενίσχυσης της εσωκομματικής δημοκρατίας και της συλλογικότητας στη λήψη των αποφάσεων. Το βήμα θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει ακόμα πιο σημαντικό, αν η τελική απόφαση στο θέμα της αξιολόγησης ληφθεί από ένα ευρύτερο σώμα (π.χ. από ένα ουσιαστικό και όχι τυπικό διαρκές συνέδριο ή από ένα δημοψήφισμα μεταξύ των μελών). Ας προσπαθήσουμε να διαψεύσουμε τον Γιούνκερ που το στοίχημά του ήταν να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ ένα “κανονικό” κόμμα, δηλαδή ένα κόμμα χωρίς ριζοσπαστικές εμμονές και περιττές συμμετοχικές διαδικασίες.

Το κόμμα μετέχει της διαπραγμάτευσης

Βέβαια, θα ήταν πολύ καλύτερο η ΚΕ να είχε συνέλθει νωρίτερα, να είχε πλήρη ενημέρωση από την αρμόδια διαπραγματευτική ομάδα και να είχε δώσει σ’ αυτήν κάποιες γενικές κατευθύνσεις, με έμφαση στις λεγόμενες “κόκκινες γραμμές” ή όπως αλλιώς θέλει να ονομάσει κανείς το ακραίο όριο υποχωρήσεων απέναντι στις απαιτήσεις των δανειστών. Μια τέτοια ενέργεια, θα αύξανε, κατά τη γνώμη μου, και τις διαπραγματευτικές μας δυνατότητες, υπό τον όρο βέβαια ότι στη συνέχεια δεν θα υπήρχαν υπαναχωρήσεις.
Αν είχε συμβεί αυτό, τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα, καθότι η ευθύνη για τους όποιους χειρισμούς θα ήταν συλλογική. Έτσι, οι σύντροφοι υπουργοί και οι συνεργάτες/τριες τους, που παλεύουν διαρκώς με αδίστακτους αντιπάλους (οι οποίοι, εν τέλει, πάντα ομονοούν παρά τις αντιθέσεις τους) δεν θα αυτοσχεδίαζαν στις διαπραγματεύσεις, ούτε θα ένιωθαν την ανάγκη, κατόπιν συνεννόησης υποθέτω, να μας αιφνιδιάζουν με συνεντεύξεις τους σε επιλεγμένα ΜΜΕ, στις οποίες παρουσιάζονται κατά καιρούς κάποιες κυβερνητικές διαπραγματευτικές θέσεις, που πολλές φορές διαφέρουν από προηγούμενες και έχουν ληφθεί χωρίς κάποια διαβούλευση, έστω, με τα θεσμικά όργανα του κόμματος. Επίσης, η Κοινοβουλευτική Ομάδα δεν θα αναγκαζόταν να ψηφίζει, παρά τις ενδεχόμενες διαφωνίες ορισμένων μελών όποιο αποτέλεσμα της ερχόταν έτοιμο, προκειμένου να μην πέσει η κυβέρνηση, αλλά και η μεγάλη πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής δεν θα ένιωθε αναγκασμένη να επικυρώνει εκ των υστέρων αποφάσεις στη διαμόρφωση των οποίων ουδεμία συμμετοχή είχε, προκειμένου να μην τρωθεί το κύρος της κυβέρνησης.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, καλό θα ήταν οι γενικές κατευθύνσεις που δόθηκαν, την προηγούμενη Κυριακή, στη διαπραγματευτική ομάδα και περιέχονται στο σχέδιο απόφασης να ήταν περισσότερο συγκεκριμένες, έτσι ώστε να μην υπάρξει περιθώριο παρερμηνειών και παρεξηγήσεων όταν, με το καλό, έρθουν οι τελικές προτάσεις στην ΚΕ, χωρίς φυσικά να έχουν διαρρεύσει προηγουμένως στον Τύπο δημιουργώντας τετελεσμένα γεγονότα.

Καμία υποχώρηση, κανένας συμβιβασμός

Κατά την άποψή μου, τα μέλη της ΚΕ είχαν την προηγούμενη Κυριακή και θα έχουν και στη μελλοντική συνεδρίασή της τη δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ δύο πολύ κακών λύσεων: την επίτευξη συμφωνίας με υποχωρήσεις έναντι πρόσφατων θέσεων της κυβέρνησης (τον λεγόμενο και “έντιμο” ή “επώδυνο” συμβιβασμό) ή τη διατήρηση των θέσεων της κυβέρνησης με κίνδυνο τη σύγκρουση με τους δανειστές, τα αποτελέσματα της οποίας είναι απρόβλεπτα. Δηλαδή πράγματα γνωστά από τον Ιούλιο του 2015, σε μια κατάσταση όμως διαφορετική από τότε. Επί τη ευκαιρία, θέλω να σημειώσω ότι διαφωνώ με την άποψη ότι, μετά την προ διετίας τακτική υποχώρηση, η κυβερνητική πορεία είναι προδιαγεγραμμένη (“path dependent”, που λένε και οι οικονομολόγοι). Οι νέες καταστάσεις, η εμπειρία από την εφαρμογή κάποιων πολιτικών, οι αντικειμενικές και υποκειμενικές αδυναμίες, η επιβεβαίωση ή η διάψευση προσδοκιών κ.λπ. μπορούν να επιβεβαιώσουν, αλλά και να επανεξετάσουν μια προηγούμενη επιλογή, χαράσσοντας μια νέα.
Για να μην πολυλογώ, η δική μου τωρινή άποψη διαφέρει εκείνης στην οποία εν τέλει κατέληξα πρόπερσι, επικυρώνοντας με τη στάση μου την απόφαση για την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, η οποία επίσης είχε ληφθεί χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τα θεσμικά όργανα του κόμματος. Σήμερα, διαφωνώ με κάθε συμβιβασμό που, αμέσως ή εμμέσως (δια της προνομοθέτησης π.χ. του προληπτικού “κόφτη” σε περίπτωση που δεν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις της κυβέρνησης για την επίτευξη των στόχων του μνημονίου και του μεσοπρόθεσμου προγράμματος), θα οδηγούν σε μείωση του αφορολόγητου και -για άλλη μια φορά- των συντάξεων, θα προβλέπουν τερατώδη πλεονάσματα 3-3,5% του ΑΕΠ για πολλά χρόνια (σε αντίθεση με την πρόταση του ΔΝΤ που ορθώς θεωρεί ανεκτά μόνο εκείνα που δεν ξεπερνούν το 1,5% του ΑΕΠ, σε συνδυασμό με ριζική απομείωση του χρέους), που δεν θα επαναφέρει αμέσως τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας για τις οποίες έχουμε δώσει κι εγώ δεν ξέρω πόσους όρκους, ώστε να αντιμετωπιστεί εν μέρει και το απαράδεκτο καθεστώς να θεωρούνται τα “μπλοκάκια” νόμιμη μισθωτή εργασία, που θα ιδιωτικοποιεί ό,τι έχει παραμείνει από τη ΔΕΗ (απαίτηση των δανειστών που στοίχισε την αποχώρηση του Πάνου Σκουρλέτη από το Υπουργείο Ενέργειας) κλπ.
Αυτή την έννοια έχει η διακήρυξη από τα πλέον επίσημα χείλη ότι η κυβέρνηση δεν θα πάρει “ούτε ένα ευρώ νέα μέτρα”. Όσα συμφωνήσαμε να δώσουμε (και είναι πολλά), τα δώκαμεν και θα συνεχίσουμε να τα δίνουμε μέχρι το 2018 που λήγει το μνημόνιο, το οποίο υπογράψαμε “με το πιστόλι στον κρόταφο”. Ως εδώ! Φτάνει πια!
Ενδεχόμενη υποχώρηση από τις υποσχέσεις μας θα δημιουργήσει ή θα ενισχύσει την προπαγάνδα των αντιπάλων περί αναξιοπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ -της κυρίαρχης και εν πάση περιπτώσει της μόνης, κατά τη γνώμη μου, ακόμα ελπιδοφόρας αριστεράς του δημοκρατικού, κοινωνικού μετασχηματισμού στη χώρα μας. Θα μας εξισώσει με τους φορείς του παλιού λαϊκίστικου δικομματισμού, που άλλα υπόσχονταν πριν τις εκλογές (“καλύτερες μέρες”) και άλλα εφάρμοζαν μετά από αυτές (Να σημειώσω ότι δεν αναφέρομαι εδώ στο προεκλογικό πρόγραμμα του Ιανουαρίου, αλλά του Σεπτεμβρίου 2015). Θα κλονίσει ακόμα περισσότερο την εμπιστοσύνη απέναντί μας των λαϊκών στρωμάτων που φαίνεται ότι απομακρύνονται από εμάς, παρά τις τιτάνιες προσπάθειες που κάνουν υπουργοί και υπουργίνες μας. Θα μας αποξενώσει, τέλος, από τα νέα κινήματα που επαναδύονται στην Ευρώπη με στόχο τη ριζική αλλαγή της.

Χάρης Γολέμης

Πηγή: Η Εποχή