Micro

Νύχτες ξεσηκωμού

«Nuit Debout». «Νύχτα στο πόδι» ή «Άγρυπνη νύχτα» είναι το όνομα του κινήματος της 31ης Μαρτίου με επίκεντρο το Παρίσι. Για μια ακόμη φορά, οι νέοι έχουν καταλάβει τους δρόμους και τη συμβολική Place de la République, Πλατεία Δημοκρατίας, εκφράζοντας την αντίθεσή τους στη σχεδιαζόμενη εργασιακή μεταρρύθμιση του προέδρου Ολάντ. Οι αιτίες του ξεσηκωμού αποτελούν πεδίο έντονου διαλόγου. Τι διεκδικεί το συγκεκριμένο κίνημα και ποια μέσα μεταχειρίζεται για να πετύχει τους σκοπούς του; Πρόκειται για εφήμερη έκφραση αγανάκτησης ή για τη συνέχεια μιας μακράς κινηματικής παράδοσης; Εν ολίγοις, από πού εκκινεί και πού καταλήγει;

Ας δούμε με λίγες «εικόνες» τι συμβαίνει αυτές τις εβδομάδες στη Γαλλία: Μια σοσιαλιστική κυβέρνηση προσπαθεί να εφαρμόσει μια αντεργατική μεταρρύθμιση. Ξεσπούν μαζικές διαμαρτυρίες στις οποίες τον τόνο δίνει η μαθητική και φοιτητική κοινότητα και μια στρατιά νέων ανέργων. Ένα πανό γράφει «Κοίτα το Rolex σου, είναι ώρα για ξεσηκωμό». Ένα άλλο «Σύγκλιση των αγώνων» (La convergence des luttes).  Κάποιοι ηγέτες συνδικάτων έχουν ταχθεί με τη μεταρρύθμιση κερδίζοντας τη χλεύη των εξεγερμένων. Εκπαιδευτικοί, σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, εργαζόμενοι στις αερομεταφορές συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις. Κέντρο των εκδηλώσεων, μια κατειλημμένη πλατεία. Γενική Συνέλευση. Πολίτες παίρνουν το λόγο. Μιλούν για ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, αλλά οι περισσότεροι καταλήγουν σε μία διαπίστωση: αυτό το σύστημα πρέπει να τελειώσει. Πηγαδάκια που αναλύουν το νεοφιλελευθερισμό. Επιτροπές για την οργάνωση των τροφίμων, την ασφάλεια, την υγιεινή και τις διαδηλώσεις. Χειρονομίες που δείχνουν τη συμφωνία ή τη διαφωνία με τον εκάστοτε ομιλητή. Ένας νέος δηλώνει «Ποτέ ξανά δεν έχω νιώσει να εμπλέκομαι τόσο στη Δημοκρατία». Ένας άλλος, «Θέλουμε μια κοινωνία χτισμένη πάνω σε κάτι άλλο από το κέρδος».

Όλα αυτά ακούγονται μάλλον οικεία. Πράγματι, παρά τις υπαρκτές διαφορές τους, οι πλατείες της Αθήνας και της Μαδρίτης μοιάζουν να συνδέονται με τα γεγονότα της γαλλικής πρωτεύουσας. Η κοινωνικοποίηση του ανοιχτού δημόσιου χώρου και η ανάπτυξη ενός αντι-κέντρου λήψης αποφάσεων, η χρησιμοποίηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως εργαλείων κινηματικής σύνδεσης και διαβούλευσης, η αντιιεραρχική μαζική συγκρότηση αποτελούν ιστορικά προϊόντα μιας κινηματικής εξέλιξης, όχι τόσο μακρινής. Η Ιστορία δεν πετάει τίποτα. Από την εξέγερση των γαλλικών γκέτο του 2005 με τα ξεκάθαρα ταξικά χαρακτηριστικά της μέχρι το κίνημα-μήτρα της αντι-παγκοσμιοποίησης των αρχών του αιώνα, μπορεί κανείς να ψηλαφίσει τους σταθμούς του κινήματος που στις μέρες μας έχει εγκατασταθεί στην Place de la République. Ο διεθνής Τύπος κάνει λόγο ακόμη και για τις (ταξικές) ομοιότητες των σημερινών εξεγερμένων Γάλλων με τους ομοεθνείς τους του μακρινού 1968.  Άλλωστε, το γνωστό σύνθημα «L’imagination au pouvoir», «Η φαντασία στην εξουσία», βρήκε ξανά τη θέση του στους γαλλικούς δρόμους, αυτήν τη φορά όμως και στο twitter. Ωστόσο, χρήσιμο θα ήταν θυμηθούμε πως ακόμη και ο τρομερός γαλλικός Μάης, που συντάραξε το καθεστώς της Γαλλίας και ολόκληρο τον κόσμο, δεν είχε τόσο ένδοξο τέλος: οι παραχωρήσεις του πρωθυπουργού Πομπιντού στους εργάτες διέσπασαν τη συμμαχία τους με τους φοιτητές, με τον Ντε Γκωλ να θριαμβεύει τελικά στο δημοψήφισμα του Ιουνίου. Παρ’ όλα αυτά, είναι εύκολο να διακρίνει κανείς την παγκόσμια επίδραση που είχε ο Μάης, μεταξύ άλλων και στο ελληνικό αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα.

Η κριτική στα κινήματα δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Όλοι μπορούν να έχουν γνώμη για ένα κίνημα, συνθήκη εξαρχής προβληματική, καθώς οικοδομείται σε ένα ανισόπεδο πεδίο διαλεκτικής. Η προσωπική ηθική, η πολιτική τοποθέτηση, η κοινωνική θέση, η αισθητική και η ίδια η φυσική υπόσταση του ενός αποτελούν φίλτρα για την αποδοχή ή την απόρριψη της δράσης των πολλών. Προχωρώντας σε ένα επόμενο βήμα, η κριτική αφορά συνήθως την αποτελεσματικότητα ενός κινήματος και εδώ ακριβώς τίθεται ένα νέο ζήτημα. Πώς μπορεί ένας παρατηρητής να αποφαίνεται με ασφάλεια για το βαθμό στον οποίο ένα κίνημα επιτυγχάνει τους στόχους του;

Είναι πράγματι δύσκολο να αξιολογήσει κανείς μια κινηματική διαδικασία τη στιγμή που αυτή λαμβάνει χώρα. Συχνή απόρροια του διαφορετικού αναλυτικού πεδίου ανάμεσα στον μεμονωμένο παρατηρητή και το συλλογικό φαινόμενο είναι η απόδοση στα κοινωνικά κινήματα προσωπικών χαρακτηριστικών, με την αθροιστική τους διάσταση και τους πολύπλοκους δεσμούς που τα συνδέουν μεταξύ τους, να αγνοούνται. «Και τι καταφέραμε τελικά;» «Πάει ξεφούσκωσε κι αυτό», «Δεν πλαισιώθηκε από έναν συμπαγή κομματικό φορέα που θα μπορούσε να το κατευθύνει», μερικές από τις αποστροφές που ακούγονται συχνά από τους ίδιους τους συντελεστές του κινηματικού εγχειρήματος. Είναι αυτές οι φράσεις δηλωτικές της έλλειψης εμπιστοσύνης στη συλλογική δράση, ή –θεός φυλάξοι– μαρτυρούν ηττοπάθεια; Σε κάθε περίπτωση, τέτοιου είδους τοποθετήσεις αποτελούν, εν πολλοίς, παρακολούθημα του πεπερασμένου της ανθρώπινης φύσης: το πεδίο ανάλυσης εδώ αφορά –ίσως από κεκτημένη ταχύτητα – τη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής και όχι τον ιστορικό χρόνο. Ο σκοπός, σχεδόν πάντα, αφορά το εδώ και το τώρα.  Το αποτέλεσμα της δράσης οφείλει να γίνει ορατό αμέσως, ει δυνατόν. Και είναι κακό αυτό;

Είναι πρωτίστως λογικό. Ανάμεσα στις πολύ πραγματικές ανάγκες μας και στα αναγκαία όνειρά μας εύκολα λησμονούμε πως οι ρυθμοί ενός κινήματος διαφέρουν από τους ανθρώπινους. Το ξέσπασμα, η κορύφωση και η διάχυση της κινηματικής δραστηριότητας εκτυλίσσονται μέσα στο χρόνο μάλλον αργά για τις φιλοδοξίες των εξεγερμένων. Τείνει να μας διαφεύγει ο τρόπος που ένα κίνημα υποβοηθά τη γέννηση ενός άλλου, με το οποίο μοιράζεται ιδιότητες και στόχους. Είναι σχεδόν αόρατη η νοητή γραμμή που συνδέει ένα κινηματικό γεγονός στο σημείο τάδε του πλανήτη, τη δείνα χρονική στιγμή, με ένα άλλο χιλιόμετρα μακριά και σε, φαινομενικά, ανύποπτο χρόνο. Οι συμβολές των κινημάτων, ή ακόμα και τα μεσοπρόθεσμα αποτελέσματα της κινηματικής δράσης δεν διαφαίνονται άμα τη γενέσει ενός κινήματος, συχνότερα μάλιστα, δεν έχουν γίνει ορατά ούτε και μετά το τέλος ενός γεγονότος διαμαρτυρίας, μετά το περίφημο «ξεφούσκωμα». Μια πλούσια κινηματική παράδοση, όπως αυτή της Γαλλίας, υποβοηθά στην κατανόηση των αρχών που διέπουν την «κίνηση» των ατόμων και των συλλογικοτήτων που απαρτίζουν ένα κίνημα.

Στο δικό της χωροχρονικό συνεχές, η «Νύχτα στο πόδι» έχει ξαγρυπνήσει πολλούς. Μεταξύ αυτών και την κυβέρνηση Ολάντ, η οποία επιχειρεί να κάμψει τη δυναμική του κινήματος με μια εξαιρετικά γνώριμη τακτική: λίγες ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις για τους άνεργους νέους σε συνδυασμό με άφθονη καταστολή. Όλα αυτά τη στιγμή που στο Παρίσι ισχύει η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του Νοεμβρίου. Μεταξύ των ξεσηκωμένων Γάλλων είναι προφανής η ανάδυση ενός αμεσοδημοκρατικού προτάγματος επανεπινόησης της πολιτικής. Παλιά και νέα ερωτήματα για την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει το κίνημα τίθενται με καταιγιστικό ρυθμό. Την ίδια ώρα, τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα απαξιώνονται ως εκλογικές μηχανές, ανίκανα πια να λειτουργήσουν ως κανάλια έκφρασης των πολλών. Με λίγα λόγια, η ριζοσπαστικοποίηση ευρέων τμημάτων της γαλλικής κοινωνίας, ιδίως της νέας γενιάς, έχει μετατρέψει τη διαδικασία από κίνημα αντίδρασης στην εργασιακή μεταρρύθμιση σε κίνημα ευρείας αμφισβήτησης του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος. Η καθολικότητα της εξέγερσης είναι έκδηλη. Αρκεί να μετρήσει κανείς τις πολλές γαλλικές και ευρωπαϊκές πόλεις που ακολουθούν το παράδειγμα του Παρισιού. Μια τέτοια δυναμική, ανεξάρτητα από το πού τελικά θα καταλήξει, είναι προορισμένη να συντροφεύει τα κινήματα στη Γαλλία και αλλού, όσο υφίστανται οι αιτίες που αποξενώνουν μεγάλα τμήματα της νεολαίας από το σύστημα εξουσίας. Οι πρακτικές, η συσσωρευμένη πείρα της «Νύχτας στο πόδι» θα περάσει με τη σειρά της μέσα από τους αόρατους διαδρόμους της κινηματικής διασύνδεσης και θα εγκατασταθεί όπου βρει πρόσφορο έδαφος. Ίσως την ξανασυναντήσουμε κάπου.

Τα χαρακτηριστικά των κινημάτων, οι μορφές διατύπωσης διεκδικήσεων, ο τοπικός τους χαρακτήρας και η διεθνής τους διάσταση, η διάδρασή τους με τις συλλογικές ταυτότητες, η αντίδρασή τους στην καταστολή, έχουν αποτελέσει αντικείμενο μελέτης των κοινωνικών επιστημών για έναν πολύ καλό λόγο: Τα κοινωνικά κινήματα μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο στον οποίο ζούμε.

Στον παγκοσμιοποιημένο αυτό καμβά, για να αφουγκραστεί κανείς τις αγωνίες, τους φόβους και τις επιδιώξεις ενός κινήματος, αρκεί να βολιδοσκοπήσει τον εαυτό του και τους οικείους του. Είναι ίδιες οι ανάγκες που μας σπρώχνουν στους δρόμους και τις πλατείες, ανεξάρτητα από το μήκος και το πλάτος στο οποίο κινητοποιούμαστε. Είναι, εν πολλοίς, ίδια και τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας. Τέλος, είναι ίδιος ο αντίπαλος. Αποκλείεται να μην τον αναγνωρίσετε. Συνήθως στο ένα χέρι κρατά ένα μαστίγιο και στο άλλο ένα καρότο.

Ο Γιώργος Τσιρίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών