Micro

Νέα τροπή με άδηλο μέλλον στο σήριαλ της επένδυσης στο Ελληνικό

Τον περασμένο Μάρτιο, η υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου, απαντώντας στη Βουλή σε ερώτηση που υπέγραφαν 18 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, δήλωνε τη σαφή δέσμευσή της ότι θα ακολουθηθούν οι τυπικές διαδικασίες και πρακτικές όσον αφορά την κήρυξη-οριοθέτηση των αρχαιολογικών χώρων στο Ελληνικό, η οποία, όπως ανέφερε, βρισκόταν τότε στην τελική της φάση και διατύπωνε την πεποίθησή της ότι η διάσωση, προστασία και ανάδειξη των αρχαιοτήτων όχι μόνο αποτελούν προτεραιότητα του υπουργείου, αλλά και ότι μπορούν να συμβαδίσουν με τη σύγχρονη ζωή και την ανάπτυξη, όχι μόνο δεν «διώχνουν τις επενδύσεις» αλλά ουσιαστικά αποτελούν γι’ αυτές προστιθέμενη αξία και διασφαλίζουν βιωσιμότητα και αειφορία. Δεν έχουν περάσει παρά λίγοι μήνες από τον Μάρτιο και η υπουργός, επιλέγοντας να προχωρήσει στην υπογραφή ενός Μνημονίου Συναντίληψης και Συνεργασίας με την Ελληνικόν Α.Ε., το οποίο μοιάζει να προσπαθεί να προκαταλάβει τις αποφάσεις του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, έχει βρεθεί σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων, που με ανακοίνωσή του μιλά για θέσπιση ειδικών όρων στην περίπτωση του Ελληνικού, για επί της ουσίας κατάργηση του Αρχαιολογικού Νόμου και ειδική μεταχείριση της επένδυσης ακόμη και σε σχέση με τους μνημονιακούς νόμους που ισχύουν τα τελευταία χρόνια.

Ας δούμε όμως συνοπτικά τι έχει συμβεί με την περίφημη «επένδυση του Ελληνικού», κυρίως τα τελευταία τρία χρόνια. Η πώληση της περιοχής του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού και της ακτής του Αγίου Κοσμά, συνολικής έκτασης 6.300 στρεμμάτων, δρομολογήθηκε την περίοδο 2010-2014, συνάντησε μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις, και φορτώθηκε ουσιαστικά από την κυβέρνηση Σαμαρά στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με την υπογραφή Σύμβασης Παραχώρησης μόλις δύο μήνες πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015. Εν συνεχεία η ολοκλήρωση της πώλησης του Ελληνικού μπήκε στα «προαπαιτούμενα» της Τρόικας, η οποία απαίτησε, σε περίπτωση που ακυρωθεί η σύμβαση, περικοπές σε μισθούς και συντάξεις αντίστοιχού ύψους με τη συνολική τιμή πώλησης (περίπου 1 δισ. ευρώ).

Η κυβέρνηση λοιπόν βρέθηκε αναγκασμένη να υποστείλει την κινηματική της σημαία, αν και επί χρόνια διεκδικούσε τη δημιουργία μητροπολιτικού πάρκου στην περιοχή του πρώην αεροδρομίου και να δεχτεί μια σύμβαση που είχε υπογραφεί στο… παρά πέντε προκειμένου να τη δεσμεύσει, αλλά και την εμφιλοχώρηση της επένδυσης ως προαπαιτούμενου στις μνημονιακές συμφωνίες. Επέλεξε το δρόμο του ρεαλισμού και την οδό της επαναδιαπραγμάτευσης των όρων της σύμβασης. Η Ομάδα Έργου για το Ελληνικό ανέλαβε να επεξεργαστεί παρατηρήσεις και διορθώσεις επί της αρχικής σύμβασης και η κυβέρνηση κατέληξε πολύ σύντομα, ουσιαστικά μέσα σε τρεις μήνες, σε ένα νέο Μνημόνιο Συναντίληψης και μια νέα Σύμβαση, το οποίο ψηφίστηκε από την ελληνική βουλή με το Ν.4422/2016. Σύμφωνα με τα μέλη της ομάδας, το αποτέλεσμα της επαναδιαπραγμάτευσης της σύμβασης δεν προσφερόταν ούτε για πανηγυρισμούς ούτε για κατάρες, ωστόσο στον απολογισμό τους αναφέρουν αρκετές βελτιώσεις σε σχέση με την αρχική σύμβαση (βλ. εδώ και εδώ  εδώ, άρθρα-απολογισμούς μελών της Ομάδας Έργου ).

Με την ίδια ταχύτητα, ένα μήνα μετά την έγκριση της σύμβασης από τη Βουλή, το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων προχώρησε στις απαραίτητες κηρύξεις  ιστορικών κτιρίων στο χώρο του Ελληνικού. Χρειάστηκε να περάσει περίπου ένας χρόνος από την κύρωση του νέου Μνημονίου Συναντίληψης στη Βουλή και την υπογραφή της νέας σύμβασης, για να κατατεθεί το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (ΣΟΑ) και η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) και να μπει σε δημόσια διαβούλευση μόλις τον περασμένο Ιούλιο, καθυστέρηση που βαρύνει αποκλειστικά τον επενδυτή, ο οποίος φαίνεται ότι προσπάθησε να εκβιάσει περαιτέρω για νέες παραχωρήσεις από την πλευρά της κυβέρνησης. Ένας από αυτούς τους εκβιασμούς ήταν η παρεμπόδιση του ΚΑΣ να προχωρήσει στις αντίστοιχες αρχαιολογικές κηρύξεις που η Αρχαιολογική Υπηρεσία εισηγείται (εις γνώσιν των επενδυτών) κατ’ επανάληψη εδώ και μία δεκαετία τουλάχιστον.

Όσοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα του Ελληνικού, ακόμη και από τη ρεαλιστική οπτική της επαναδιαπραγμάτευσης και βελτίωσης της συμφωνίας, θεωρούν ότι στον ΣΟΑ και τη ΣΜΠΕ γίνεται σημαντική οπισθοχώρηση ως προς αυτά που επιτεύχθηκαν πριν από ένα χρόνο.

Στα πιο αρνητικά σημεία του πρέπει να σημειωθούν: α) η παραβίαση ουσιαστικά της συμφωνίας με περιορισμούς στην πρόσβαση στη θάλασσα, δόμηση στην ακτή αλλά και «στραγγαλισμό» της εισόδου του πάρκου από την παραλία β) οι τεράστιοι πύργοι, ύψους έως και 200 μέτρων, των οποίων μάλιστα δεν προσδιορίζεται καν ο αριθμός, γ) η πρόβλεψη για κατασκευή χιλιάδων κατοικιών και εμπορικών καταστημάτων με αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην αγορά γης των γειτονικών δήμων, όσο και στην τοπική οικονομία και αγορά, δ) η καταστροφή του άλσους και του ιστορικού συγκροτήματος του πρώην Κολλεγίου Θηλέων, αλλά και της εξαιρετικής αυτής νεοκλασικής ενότητας κτιρίων,  για να κατασκευαστεί το Καζίνο, αμφισβητώντας την κήρυξη της περιοχής ως δασικής έκτασης, ε) η κατασκευή του Καζίνο και μιας μεγάλης κατασκευής στο κέντρο του Πάρκου για χρήσεις μαζικής ψυχαγωγίας και εκδηλώσεων, η χωροθέτηση της οποίας διαλύει τον πυρήνα του Πάρκου, ε) η άρνηση των επενδυτών να αφήσουν την Αρχαιολογική και τη Δασική Υπηρεσία να επιτελέσουν το ρόλο τους και στ) η ασάφεια του ΣΟΑ που ξεπερνά και εκείνη του αρχικού Master Plan του 2014, που αφήνει στους επενδυτές μεγαλύτερη ελευθερία σε χωροθετήσεις και παραβιάσεις των μέχρι τώρα συμφωνημένων.

Στα θετικά, πάλι, αν και με αρκετές αοριστίες και προβλήματα θα μπορούσε κανείς να αναφέρει α) την οριστική μείωση της δόμησης κατά περίπου 25%, β) τη θεσμοθέτηση ανοικτού δημόσιου μητροπολιτικού πάρκου και κοινόχρηστων πράσινων χώρων, το άνοιγμα του πάρκου στους γύρω δήμους, αν και παραβιάζεται η έγκριση του Βουλής για διατήρηση 1χλμ ανοιχτής παραλίας, γ) τη διατήρηση των αθλητικών εγκαταστάσεων του Αγ. Κοσμά μέχρι να κατασκευαστεί ανάλογος αθλητικός πόλος εντός του Πάρκου, δ) τη σύνδεση της ακτής με τους σταθμούς μετρό και τη σύνδεση του τραμ με αυτούς.

Ας επανέλθουμε ωστόσο στα αρχαιολογικά. Ήδη από την περασμένη άνοιξη το θέμα ξαναβρέθηκε στην επικαιρότητα με αφορμή την αναπομπή στο ΚΣΝΜ τριών κτιρίων (Κολέγιο Θηλέων, Δυτικός Αεροσταθμός, παλαιός Πύργος Ελέγχου), απόφαση που πήρε και στη συνέχεια ανακάλεσε η υπουργός. Με κορυφαίες την Καθημερινή και τον Σκάι, στον (αντιπολιτευόμενο) Τύπο ξεκίνησε για μια ακόμη φορά η εκστρατεία συκοφάντησης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και ο γνωστός «κοπετός» για την κυβέρνηση που «βάζει νέα εμπόδια στην μεγάλη επένδυση του Ελληνικού», για την «υπομονή των επενδυτών που εξαντλείται» κτλ. κτλ. Η υπουργός φαίνεται ότι πιέστηκε πολλαπλώς, και όχι μόνο από τα δημοσιεύματα, ώστε να ανακαλέσει άρον άρον την αρχική της απόφαση για αναπομπή των τριών κτιρίων, αλλά και να οδηγηθεί τον περασμένο Αύγουστο στην υπογραφή του Μνημονίου Συναντίληψης και Συνεργασίας με την Ελληνικό Α.Ε., που έχει ανεβάσει τους αρχαιολόγους, και όχι μόνον, στα κάγκελα.

Το βασικότερο πρόβλημα με το Μνημόνιο αυτό, πριν προχωρήσει κανείς σε θολά σημεία στο περιεχόμενό του, είναι η ίδια η διαδικασία υπογραφής του. Ακόμη και η ασφυκτική μνημονιακή πραγματικότητα έχει επιβάλει άλλα πρότυπα για τέτοια μνημόνια στην περίπτωση μεγάλων επενδύσεων. Αντί της παρούσας διαδικασίας –έγκριση του ΚΥΣΟΙΠ και υπογραφή από την υπουργό Πολιτισμού Μνημονίου με την Ελληνικόν Α.Ε.–, η τυπική διαδικασία θα ήταν θεσμοθέτηση των όρων της υλοποίησης της επένδυσης με νόμο από τη Βουλή και υπογραφή του μνημονίου από την Αρχαιολογική Υπηρεσία του υπουργείου. Ξεχνώντας τις διαβεβαιώσεις της του περασμένου Μαρτίου, η υπουργός όχι μόνο δεν προχώρησε στην κήρυξη-οριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου, αλλά πιεζόμενη από διαφόρους (οι φήμες λένε εντός και εκτός της κυβέρνησης) επέλεξε μια έωλη όσον αφορά τη νομιμοποίησή της διαδικασία, που παρακάμπτει την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου και εκτίθεται σε κινδύνους, με κυριότερο το ενδεχόμενο να καταπέσει το εν λόγω Μνημόνιο σε περίπτωση προσφυγής στο ΣτΕ. Δίνει την εντύπωση ότι παρεμβαίνει υπέρ του επενδυτή και προσπαθεί να προκαταλάβει την απόφαση του ΚΑΣ όσον αφορά την κήρυξη του αρχαιολογικού χώρου (πολλά δημοσιεύματα μίλησαν για επί τούτου διακοπή της συνεδρίασης του ΚΑΣ την προηγούμενη εβδομάδα διότι διαφαινόταν ότι η απόφασή του δεν θα ήταν αυτή που επιθυμούσε η πολιτική ηγεσία του υπουργείου και μέλη της κυβέρνησης, το δε επεισόδιο με την παρουσία συμβούλων της υπουργού Πολιτισμού και του υπουργού Επικρατείας Α. Φλαμπουράρη, ως μη όφειλαν, στη συνεδρίαση του ΚΑΣ, εκθέτει την κυβέρνηση).

Σε μια ευνομούμενη και σοβαρή χώρα, η ύπαρξη αρχαίων μόνο θετικά θα μπορούσε να εκληφθεί για μια μεγάλη επένδυση, ακριβώς επειδή θα έδινε προστιθέμενη αξία στο όποιο έργο. Ας δούμε μια εικόνα του μέλλοντος, ή ας επανέλθουμε στις «ειδυλλιακές» μακέτες που κυκλοφορούσε η Lamda Development για το Ελληνικό· η ύπαρξη επισκέψιμων αρχαιολογικών χώρων εντός του Πάρκου θα προσέθετε αξία στην επένδυση, αντισταθμίζοντας την αύξηση του κόστους της. Οποιαδήποτε άλλη λογική προσιδιάζει μάλλον σε αναπτυσσόμενη μπανανία. Η ύπαρξη αρχαίων στην περιοχή του Ελληνικού είναι γνωστή εδώ και χρόνια, την τελευταία εικοσαετία υπάρχει πλήθος ανακοινώσεων, την οποία έχει αναδείξει ο αστικός τύπος που σήμερα μιλά για «ξαφνική ανακάλυψη» αρχαιοτήτων με σκοπό το μπλοκάρισμα της επένδυσης. Την ύπαρξη αυτή γνώριζε και είχε καταγράψει ο επενδυτής, άρα είναι απορίας άξιον το ότι σήμερα φαίνεται να ζητά ευνοϊκή μεταχείριση και παράκαμψη του αρχαιολογικού νόμου. Η κήρυξη ενός αρχαιολογικού χώρου, όπως πολύ σαφώς εξηγούν οι αρχαιολόγοι στην ανακοίνωσή τους δεν απαγορεύει τη δόμησή του, «απλώς εξασφαλίζει ότι το όποιο έργο γίνεται με την εποπτεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ότι αν βρεθούν αρχαιότητες γίνονται ανασκαφές με έξοδα του εργολάβου, κι ότι ανάλογα με τη σημασία και την κατάσταση διατήρησης των αρχαιοτήτων, μπορεί να τροποποιηθούν τα σχέδια του έργου για λόγους προστασίας και ανάδειξης των αρχαιοτήτων, όπως ακριβώς προβλέπει ο Αρχαιολογικός Νόμος και όπως γίνεται εδώ και δεκαετίες σε κάθε μικρό και μεγάλο έργο». (για όλη την τεκμηρίωση, βλ. την ανακοίνωση του ΣΕΑ). Αυτό συμβαίνει σε όλα τα μικρά και μεγάλα έργα στη χώρα, στα κέντρα της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, αυτό πρέπει να γίνει και στο Ελληνικό.

Αντίθετα, η διαδικασία που ακολουθήθηκε τώρα, εκθέτει την επένδυση σε πολύ μεγαλύτερο και απολύτως υπαρκτό κίνδυνο προσφυγής κατά του ΣΟΑ για μη τήρηση του Αρχαιολογικού Νόμου, που θα προκαλέσει μεγάλες καθυστερήσεις ή και ματαίωση στο ορατό μέλλον, αλλά και το Δημόσιο στο ενδεχόμενο να στραφούν εναντίον του μελλοντικοί ενδιαφερόμενοι (αγοραστές τμημάτων της επένδυσης, κατασκευαστές τμημάτων των έργων κλπ), με το επιχείρημα ότι δεν γνωστοποίησε (θεσμικά) εξαρχής τις περιοχές με αρχαιότητες, ως όφειλε, με αποτέλεσμα κατά τη συναλλαγή τους με τον επενδυτή να εκτεθούν σε ρίσκα που δεν τους γνωστοποιήθηκαν από το Κράτος.

Πριν από λίγους μήνες, τον περασμένο Μάιο και με αφορμή πάλι τα δημοσιεύματα που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για ματαίωση της επένδυσης και κατηγορούσαν την κυβέρνηση ως υπαίτια για τα «εμπόδια που έμπαιναν στους επενδυτές», ο Νίκος Μπελαβίλας, μέλος της Ομάδας Έργου για το Ελληνικό, είχε δημοσιεύσει ένα κείμενο, το οποίο αναδημοσιεύσαμε στο Commonality. Εκεί επιχειρούσε μια κάπως διαφορετική ανάγνωση της ιστορίας της επένδυσης του Ελληνικού, αλλά και των στόχων των επενδυτών και των κάθε λογής εγχώριων μεσαζόντων και υπεργολάβων που πιέζουν, απειλούν και οργανώνουν τον επικοινωνιακό πόλεμο. Ο επενδυτής, όπως λέει, φαίνεται ωσάν να μην επιθυμεί να προχωρήσει στο έργο, επιθυμεί κυρίως να πουλήσει ακριβά αυτό που αγόρασε φτηνά και να αφήσει την υλοποίησή του σε άλλους. Ουσιαστικά επιδιώκει να εμπλέξει μελλοντικούς αγοραστές ή να φορτώσει στο κράτος τη ζημία από τη μη υλοποίηση της επένδυσης.

Όμως ακόμη κι αν η ανάγνωση αυτή κριθεί υπερβολική (αν και τα γεγονότα μάλλον την επιβεβαιώνουν), η μόνη στρατηγική από την πλευρά της κυβέρνησης θα έπρεπε να είναι η απαρέγκλιτη τήρηση της νομιμότητας και των θεσμοθετημένων διαδικασιών. Όχι για να εμποδίσει το έργο, αλλά για να θέσει κανόνες και όρους που θα εξασφαλίσουν την καλύτερη δυνατή υλοποίησή του και θα γλιτώσουν το ελληνικό δημόσιο από δυσάρεστες και ενδεχομένως βαριές οικονομικά συνέπειες. Στο παράδειγμα του Μετρό Θεσσαλονίκης, που αγαπούν να αναφέρουν οι δημοσιολογούντες του αστικού Τύπου όταν κατηγορούν τους αρχαιολόγους, χρειάστηκε να γίνουν μεγάλες κινητοποιήσεις, να γραφτούν δεκάδες άρθρα, να στρατευτεί υπέρ της διάσωσης των αρχαιοτήτων ο Δήμος και να αλλάξει μια κυβέρνηση για να σωθεί ένα σημαντικότατο και πολύτιμο εύρημα με τεράστια προστιθέμενη αξία για το Μετρό. Στην περίπτωση του Ελληνικού, η κυβέρνηση οφείλει να δώσει ένα παράδειγμα για το πώς μπορεί να γίνει ένα μεγάλο έργο με σεβασμό προς το περιβάλλον, την πολιτιστική κληρονομιά, το δημόσιο συμφέρον, αλλά και για την ίδια την επένδυση, αντί να δίνει την εικόνα μιας τριτοκοσμικής χώρας που εξυπηρετεί τα συμφέροντα μεσαζόντων και μεσολαβητών, αφήνοντας να διογκώνεται και εντέλει να σκάσει μια επενδυτική φούσκα.

Έφη Γιαννοπούλου