ΣΥΡΙΖΑ

Να μην αφήσουμε τίποτα να πέσει κάτω

Η ανάδειξη για πρώτη φορά κυβέρνησης της Αριστεράς στην Ελλάδα αποτελεί για την ίδια τη χώρα και για την Ευρώπη γεγονός τεράστιας σημασίας. Άλλοι, όπως εμείς, θα το θεωρήσουν επίτευγμα και άλλοι, όπως η Δεξιά και αρκετοί στην Αριστερά, καταστροφή. Σε κάθε περίπτωση, είναι τουλάχιστον άξιον απορίας και αποτίμησης. Εμείς, ακόμα περισσότερο ως κομματικός οργανισμός μάλιστα, είμαστε επιφορτισμένοι και με το καθήκον να ανταποκριθούμε στη νέα κατάσταση.

Μετά τις εκλογές του 2012 δεν μπορέσαμε να αντιληφθούμε ότι οι επεξεργασίες που εκπονήθηκαν αν και έδειχναν επαρκείς για το 2012 (παρ’ ότι ανέλυαν την πραγματικότητα του 2010 με όρους 2007), δεν απαντούσαν στη συνθήκη του 2015: Οι δανειστές είχαν καλύψει επαρκώς τα νώτα τους και ήταν διατεθειμένοι να πάρουν «λελογισμένο ρίσκο» προκειμένου να μην υπάρξει εξάπλωση του “ελληνικού ιού” στην Ισπανία. Δεν είχαμε επίσης συνυπολογίσει ότι το αστικό μπλοκ δεν θα ορρωδούσε προ ουδενός και θα συντασσόταν ανοιχτά με τους δανειστές. Με αυτά τα δεδομένα και χωρίς πείρα από τέτοιες καταστάσεις, πήγαμε στη διαπραγμάτευση του 2015 και χάσαμε. Το ότι περιορίσαμε την έκταση της ήττας είναι και ο λόγος για τον οποίο κυβερνάμε τη χώρα. Μπορεί να μην κοροϊδέψαμε κανέναν, αλλά στο μέτρο που είχαμε υποσχεθεί ότι δεν θα πάμε σε Μνημόνιο, είναι ηλίου φαεινότερο ότι χάσαμε. Και τον Σεπτέμβριο του 2015 μάς ανατέθηκε από τον λαό εκ νέου να αντιμετωπίσουμε εμείς την κατάσταση.

Ενδεικτική του αμέριμνου τρόπου με τον οποίο προσεγγίσαμε τα θέματα ήταν η μνημειώδους κενότητας σύνοψη της γραμμής μας «καμία θυσία για το ευρώ, καμία αυταπάτη για τη δραχμή». Τελικά, το κομμάτι του κόμματος που ήταν «καμία θυσία για το ευρώ» αποχώρησε χωρίς πριν, ή στη συνέχεια, να παρουσιάσει σχέδιο εθνικού νομίσματος, το δε κομμάτι που έμεινε, καθώς δεν είχε «αυταπάτες για τη δραχμή», υποχρεώθηκε σε «θυσίες για το ευρώ».

Δεν ήμασταν επίσης σε θέση να προβλέψουμε το προσφυγικό και τις επιπτώσεις του στην Ελλάδα και την Ευρώπη, ειδικά στη Γερμανία, ούτε τις εξελίξεις σε Τουρκία και Συρία. Δεν θα μπορούσαμε άλλωστε. Πρέπει όμως σήμερα να αντιληφθούμε ότι η συνθήκη του προσφυγικού έχει «μνημονιακά» χαρακτηριστικά, τα οποία μάλιστα δεν μπορεί να αντιπαλέψει ούτε η κυβέρνηση ούτε η κοινωνία, γιατί ξεφεύγουν από το ελληνικό πλαίσιο. Η Ελλάδα είναι ένας διάδρομος με δύο πόρτες, που για καμιά τους δεν έχει το κλειδί. Είναι μια κατάσταση οιονεί ομηρείας.

Η αυταξία της κυβέρνησης της Αριστεράς σε μια χώρα με την πολιτική παράδοση και Ιστορία της Ελλάδας, και μάλιστα στη δοσμένη συγκυρία και στον συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων, είναι κάτι που για τους αποχωρήσαντες από τον ΣΥΡΙΖΑ, για κάποιον λόγο που δεν έχει εξηγηθεί μέχρι στιγμής, δεν μετράει, συνιστά μάλιστα πισωγύρισμα. Την ίδια στιγμή, και ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τη στρατηγική αφήγηση που θα νοηματοδοτούσε την πραγματικότητα της κυβέρνησης της Αριστεράς. Γιατί έχει σημασία που είμαστε κυβέρνηση; Τι απαντάμε στο «είστε για τα φράγκα»;

Ωστόσο, το αστικό μπλοκ, τα κόμματα και τα μαγαζιά του καταλαβαίνουν πολύ καλά αυτό που δεν καταλαβαίνουμε εμείς: Πόσο σημαντικό είναι να τους έχουν πάρει για πρώτη φορά τη χώρα από τα χέρια «οι κουμουνισταί». Οι «νόμιμοι ιδιοκτήτες της χώρας» αισθάνονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σφετερίζεται την ιδιοκτησία τους και δεν σέβεται τα συμφέροντά τους ή απειλεί στο πεδίο της ιδεολογίας τη συντηρητική στροφή που χρειάστηκαν 30 χρόνια «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού» για να στήσουν. Διαπιστώνουν δηλαδή ότι, παρά το Μνημόνιο, η κυβέρνηση δίνει μάχες που είναι εμβληματικά «αντινεοφιλελεύθερες», όπως στην Παιδεία, με το μέτωπο ενάντια στην εμπορευματικοποίηση, και στην Υγεία, με το ξήλωμα των εργολαβιών στον καθαρισμό.

Υπάρχουν δεκάδες μικρές και μεγαλύτερες τέτοιες μάχες με νικηφόρα προοπτική και θα ήταν πολύ καλύτερες οι προϋποθέσεις τους αν οι εκτός ΣΥΡΙΖΑ αριστεροί τις στήριζαν και τις πλαισίωναν, αντί να τις απορρίπτουν σε μια επίδειξη ακραιφνούς, δομικής αντιπολίτευσης. Στο σημείο αυτό είναι αναντικατάστατος ο ρόλος του κόμματος. Πρέπει να είναι κατάλληλα διαρθρωμένο ώστε να μπορεί να διευρύνει και να δίνει απτό περιεχόμενο στις ρωγμές που επιτυγχάνει η κυβέρνηση και ταυτόχρονα, καθώς δεν είναι το ίδιο στα γρανάζια της διακυβέρνησης, να μπορεί να επιλέξει και να οργανώσει το ίδιο μέτωπα στα οποία θα μπορεί η κυβέρνηση να τοποθετηθεί με καλύτερους όρους.

Η κυβέρνηση δίνει και μάχες «αστικού εκσυγχρονισμού», όπως τα Θρησκευτικά και κυρίως ο πόλεμος κατά της διαφθοράς, γύρω από τις οποίες μάλιστα οργανώνεται η λυσσαλέα επίθεση από τα ΜΜΕ και τη Ν.Δ. Το «όλοι ίδιοι είναι», η προσπάθεια δηλαδή να αφαιρεθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ το ηθικό πλεονέκτημα, αποσκοπεί ακριβώς στο να απενοχοποιήσει ένα παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του και προσπαθεί με ψευδείς αναλογίες να αμαυρώσει τη σημερινή κατάσταση. Στον Εμφύλιο, το αστικό πολιτικό σύστημα ήταν τόσο ένοχο, που χρειάστηκε η φυσική εξόντωση του αντιπάλου. Σήμερα, που οι πολιτικές διαφορές δεν είναι με κουμπούρια στα χέρια, αρκεί η ηθική εξόντωση, ιδίως όταν επικουρείται και «εξ αριστερών».

Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση αμύνεται και όπου μπορεί επιτίθεται, με δεδομένο όμως το μνημονιακό πλαίσιο. Το οποίο παραμένει συνεκτικό και νεοφιλελεύθερο και στρέφεται εναντίον των τάξεων και στρωμάτων τα οποία εκπροσωπούμε. Και η επιτυχία του συνδέεται με το μέγεθος της καταστροφής που θα τους επιφέρει. Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο δεν δεχόμαστε την «ιδιοκτησία του προγράμματος”. Διότι το «έξοδος από την κρίση» δεν περιλαμβάνει το «με την κοινωνία όρθια». Αυτό είναι η δική μας δουλειά να το επιτύχουμε και πρέπει να το επιτύχουμε σε κάθε περίπτωση. Η ονομαστική έξοδος από την κρίση, δηλαδή η αφήγηση της εξόδου στις αγορές με απομείωση του χρέους και με δημοσιονομικό χώρο δεν είναι εγγυημένη, με βάση ακριβώς τις σωστές ως προς αυτό το σκέλος αναλύσεις μας. Συνεπώς, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να ετοιμαζόμαστε για κάθε ενδεχόμενο. Και πρωταρχική προϋπόθεση για να μπορούμε να το κάνουμε αυτό είναι στην επόμενη σύγκρουση να μην είμαστε εκβιάσιμοι.

Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει εφόσον συντρέχουν δύο παράγοντες: Ένας διεθνής συσχετισμός κατά της λιτότητας και της γερμανικής Ευρώπης, όπως αυτόν που περιέγραψαν αλλά δεν συγκρότησαν οι χώρες του Νότου, και δεύτερο, και κυριότερο, η επανασύνδεση του κόμματος με τις κοινωνικές του αναφορές και η λαϊκή στήριξη. Σχηματικά, αυτό που πρέπει να κάνει το κόμμα είναι η σύγκρουση οριζόντια, να νικήσει δηλαδή στην κοινωνία, και αυτό που πρέπει να κάνει η κυβέρνηση είναι η σύγκρουση κάθετα, να κερδίσει δηλαδή μάχες στην πολιτική. Να μην αφήνουμε τίποτα να πέσει κάτω.

πηγή: Αυγή