Macro

Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου: μια μειονότητα στα αζήτητα της ιστορίας

Καμία δημόσια επιστημονική συζήτηση δεν έχει γίνει για τους Τσάμηδες στην Ελλάδα, μετά από εκείνη που διοργανώθηκε το 2008 από το Κέντρο Μελετών Μειονοτικών Ομάδων, στην οποία αντέδρασαν οι επίσημοι φορείς. Ταυτόχρονα με την ανομολόγητη (μη) παραδοχή της εθνοκαθαρτικής πολιτικής που οδήγησε στην «εξαφάνιση» μιας ολόκληρης μειονότητας, ο κυρίαρχος ελληνικός εθνικισμός απωθεί το ζήτημα των μουσουλμάνων της Ηπείρου της τριακονταετίας 1913-1943 σε μια ζώνη σιωπής. Στο παρακάτω κείμενο παρουσιάζονται οι επιμέρους πτυχές της κοινοτικής οργάνωσης των μουσουλμάνων της Ηπείρου, στο πλαίσιο της μειονοτικής προστασίας και των επιμέρους ζητημάτων που αναδείχθηκαν μέχρι τη ριζική συρρίκνωση της μειονότητας η οποία ολοκληρώθηκε με την Ανταλλαγή Πληθυσμών (1923-24) και με την αιματηρή εκδίωξη του 1943-44.

Στη δημόσια συζήτηση, όταν αυτή σπάνια γίνεται, η μειονότητα των μουσουλμάνων της Ηπείρου, και δη των Αλβανών Τσάμηδων, συνοδεύεται με σαφώς αρνητικές συνδηλώσεις. Οι μουσουλμάνοι της Ηπείρου πολύ σπάνια αποτελούν θέμα έρευνας και συζήτησης σε επιστημονικό επίπεδο, καθώς η εθνική ορθότητα υπαγορεύει μια καθολική μη συζήτηση. Η μη συζήτηση αποσκοπεί στην αποφυγή κάθε αναφοράς στην ολοκληρωτική βία που ασκήθηκε στους Τσάμηδες. Η βία αυτή εγγράφεται στην «ιδρυτική βία» (δανείζομαι τον όρο από τον Νίκο Σιγάλα) του ελληνικού κράτους η οποία ασκήθηκε με στόχο την εθνική ομογενοποίηση εδάφους και πληθυσμού. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η βία αποτέλεσε τον καταλύτη για την εξάλειψη του ίδιου του προς μελέτη φαινομένου. Με άλλα λόγια ‒για να το θέσει κανείς εντελώς ψυχρά‒ υπήρξε εφαρμογή πρακτικών ή πράξεων εθνοκάθαρσης ή γενοκτονίας, αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αναχρονιστικά τους όρους αυτούς (προσωπικά είμαι αντίθετος με τη χρήση τους, εκτός και εάν εδράζονται στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο που δημιουργήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο).

Η βία που ασκήθηκε εκλαμβάνεται ως αναγκαίο αντίμετρο στην προγενέστερη βία που ασκήθηκε από τμήμα της μειονότητας, δηλαδή στις βιαιοπραγίες Τσάμηδων κατά χριστιανών-Ελλήνων της περιοχής και στη συνεργασία με τον Ιταλό-Γερμανό κατακτητή (βλ. Δ. Κιουσόπουλος, διευθυντής εθνικού Γραφείου εγκλημάτων πολέμου «Σημείωμα περί μουσουλμάνων “Τσάμηδων” Θεσπρωτίας», Αρχείο Φ. Δραγούμη, 1946, Φ. 13./3 Σύμφωνα με την έκθεση, 1064 “Τουρκαλβανοί” καταδικάστηκαν από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Ιωαννίνων).

Στη συζήτηση αυτή, η τραυματική εμπειρία που αφορά τα θύματα του ξεριζωμού εξισορροπείται από τη βία που άσκησε τμήμα της μειονότητας, νομιμοποιώντας ηθικά την ελληνική κυριαρχία και την απουσία του «Άλλου». Το ανομολόγητο, λοιπόν, μιας διττής τραυματικής εμπειρίας στη συλλογική μνήμη, για τα θύματα και τους θύτες, που εναλλάχθηκαν στους ρόλους αυτούς, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αλλά και συχνά αμφιλεγόμενη επιλογή για την ίδια την επιστημονική ενασχόληση σύμφωνα με τα κριτήρια της εθνικής ορθότητας που επικρατούν. Αναφέρομαι για παράδειγμα στην καθολική και έντονη αντίδραση φορέων κάθε είδους νομιμοφροσύνης κατά την επιστημονική συζήτηση για τους Τσάμηδες που διεξήχθη από το Κέντρο Μελετών Μειονοτικών Ομάδων και το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στις 21 Φεβρουαρίου 2008. Έκτοτε, καμία δημόσια συζήτηση δεν έλαβε χώρα για τους Τσάμηδες ως μειονότητα στην Ελλάδα.

 

Η πρώτη επαφή με το ελληνικό κράτος και οι δομές αυτοοργάνωσης

Οι μουσουλμάνοι της Ηπείρου εντάχθηκαν στην ευρύτερη μουσουλμανική μειονότητα της Ελλάδας την οποία από το 1913 μέχρι το 1923 απαρτίζουν περίπου 450.000 άνθρωποι, κάτοικοι κυρίως των Νέων Χωρών όπως και των εδαφών που βρέθηκαν υπό προσωρινή ελληνική διοίκηση, δηλαδή της Βόρειας Ηπείρου/Κορυτσάς, της Ανατολικής Θράκης και της ζώνης της Σμύρνης. Οι μουσουλμάνοι επρόκειτο να γίνουν Έλληνες πολίτες με δικαίωμα επιλογής ιθαγένειας (ελληνικής ή οθωμανικής) και τόπου διαμονής. Ήδη η περιοχή της Άρτας είχε προσαρτηθεί στο ελληνικό κράτος το 1881 μαζί με τη Θεσσαλία, και η εκεί μικρή μουσουλμανική κοινότητα έτυχε ειδικής προστασίας με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (1881). Οι κοινότητες των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών, με τη Σύμβαση των Αθηνών (1913) για την προστασία των μουσουλμάνων, διατήρησαν εν πολλοίς δομές αυτοοργάνωσης που προϋπήρχαν επί οθωμανικής διοίκησης, οι οποίες μάλιστα αναγνωρίστηκαν και θεσμικά. Τα Συμβούλια των Κοινοτήτων διατηρήθηκαν, ο Μουφτής ενίσχυσε τη θεσμική του θέση, τα βακούφια αναγνωρίστηκαν ως κοινοτική περιουσία, ενώ διατηρήθηκαν τα κοινοτικά σχολεία όπου διδάσκονταν το Κοράνιο και συνήθως η τουρκική γλώσσα. Στο καθεστώς αυτό εντάχθηκαν και οι μουσουλμάνοι της Ηπείρου, οι ελληνόφωνοι των Ιωαννίνων και οι περισσότεροι αλβανόφωνοι Τσάμηδες. Κυρίως σουνίτες, αλλά και αρκετοί μπεκτασήδες.

Οι σχέσεις των μουσουλμάνων αυτών με το ελληνικό κράτος θα πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα της τμηματικής «αλβανοποίησής» τους, του καθεστώτος γαιοκτησίας και των ιδιαιτεροτήτων του, όπως και της σταδιακής αποξένωσής τους από τη γη.

Υπήρχαν και μουσουλμάνοι οι οποίοι στράφηκαν προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία εκφράζοντας τουρκικά αισθήματα. Η τάση αυτή εκφράστηκε με τη μετανάστευση προς την Τουρκία και κυρίως με την ηθελημένη υπαγωγή τους (όσων είχαν την ευκαιρία να το πράξουν) στην Ανταλλαγή Πληθυσμών δέκα χρόνια αργότερα. Ίσως οι δυσκολίες στην απόλαυση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και νομής της γης δημιούργησαν εντέλει αντιπαλότητες ενδεδυμένες με εθνοτικό χαρακτήρα. Οι αντιπαλότητες αυτές είχαν ρίζες στην οθωμανική εποχή και στις σχέσεις γαιοκτησίας μεταξύ χριστιανών-μουσουλμάνων, ειδικότερα στις προσδοκίες των ακτημόνων για αναδιανομή της γης ή, από την πλευρά των τσιφλικάδων, της διατήρησης των μεγάλων ιδιοκτησιών, αλλά αργότερα, με την έλευση του ελληνικού κράτους, προστέθηκαν οι προσδοκίες διατήρησης και των μικροϊδιοκτησιών των χριστιανών ή των μουσουλμάνων συχνά απέναντι και στις ιταλικές και γερμανικές δυνάμεις κατοχής (1917, 1939-1945).

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εθνικοποίηση των τσιφλικιών που ανήκαν κυρίως σε μουσουλμάνους, οι δυσλειτουργίες της μπάσταινας (κληρονομικό δικαίωμα νομής των άκληρων καλλιεργητών) και οι απαλλοτριώσεις, ακόμα και των μικροϊδιοκτησιών, υπέρ των προσφύγων μετά το 1923, έθιξαν δυσανάλογα σε ορισμένες περιπτώσεις τους Ηπειρώτες μουσουλμάνους. Εξάλλου η ρευστότητα των συνόρων με την Αλβανία, η παρουσία και η επιρροή της Ιταλίας, η συγκρότηση μιας εθνικής πλέον αλβανικής ελίτ των μουσουλμάνων Τσάμηδων δημιούργησε εντάσεις που προοιώνισαν την τελική σύγκρουση.

Ο επιθεωρητής μειονοτήτων Στυλιανόπουλος έγραφε σε έκθεσή του το 1930: «Η απελευθέρωσις της Ηπείρου υπό της Ελλάδος επέφερε τελείαν ανατροπήν της καταστάσεως. [Οι μουσουλμάνοι της Τσαμουργιάς] από κυρίαρχοι και σατραπίσκοι εγένοντο αποτόμως ακτήμονες, άστεγοι και πένητες. Η περιουσία των περιήλθεν εις τους μικροκαλλιεργητάς εκ διαρπαγής και απαλλοτριώσεως. Εννοείται ότι η απότομος αυτή μεταβολή τούς έφερε δεινή παραζάλην και τους περιήγαγε εις αθλιότητα και οικτράν δυστυχίαν, ώστε πολλοί εξ αυτών να στερούνται και αυτό το ψωμί».

Σε περιβάλλον έντασης, λοιπόν, η ελληνοοθωμανική Σύμβαση των Αθηνών, του 1913, αποτέλεσε το κύριο νομικό κείμενο που καθόρισε τις οργανωτικές δομές των κοινοτήτων και αναγνώρισε τα ειδικά δικαιώματα των μουσουλμάνων της Ηπείρου έναντι του ελληνικού κράτους. Οι δομές που προϋπήρχαν στις επιμέρους περιφέρειες οργανώθηκαν γύρω από τις Μουφτείες, ως θρησκευτικό, και εν μέρει και ως πολιτικό κέντρο των κοινοτήτων. Οι Μουφτείες που αναγνωρίστηκαν, ήταν συνολικά εννιά: Ιωάννινα, Μαργαρίτη, Παραμυθιά, Κόνιτσα, Ηγουμενίτσα, Φιλιππιάδα, Πρέβεζα, Φιλιάτες, και Βόνιτσα/Πωγωνιανή.

 

Ο Μαζάρ μπέης, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της περιοχής υπέρ της αλβανικής ιδέας. Εδώ, στην Παραμυθιά με την γυναίκα του στην δεκαετία του 1930.

Ο Μαζάρ μπέης, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της περιοχής υπέρ της αλβανικής ιδέας. Εδώ, στην Παραμυθιά με την γυναίκα του στην δεκαετία του 1930.

 

Η προσωρινή διαφυγή από τον ξεριζωμό: η Ανταλλαγή Πληθυσμών

Η Μικρασιατική Καταστροφή συμπαρέσυρε τον ξεριζωμό και των μουσουλμάνων της Ελλάδας, όπως αποφασίστηκε με τη Σύμβαση ανταλλαγής ελληνοτουρκικών πληθυσμών του Ιουλίου 1923. Η ανταλλαγή πληθυσμών του 1923-1924 αποτελεί κομβικό σημείο στην ιστορική εξέλιξη της παρουσίας των Τσάμηδων. Διότι εξαιρέθηκαν εντέλει εξωσυμβατικά ως «αλβανικής καταγωγής», σύμφωνα με απόφαση της Μεικτής Επιτροπής της Ανταλλαγής, που επικυρώθηκε από την ελληνική κυβέρνηση το 1926, και η οποία πρόσκαιρα τους αναγνώρισε ως «αλβανική μειονότητα» ή γενικότερα ως «μουσουλμάνους αλβανικής καταγωγής». Ωστόσο περίπου 3.000 Αλβανοί μουσουλμάνοι είχαν ήδη αναχωρήσει για την Τουρκία. Έτσι, παρέμειναν στις εστίες τους περίπου 18.000 μουσουλμάνοι της Ηπείρου (καθώς και 2.500 Αλβανοί μουσουλμάνοι της Μακεδονίας). Ο πληθυσμός αυτός ισοδυναμεί με λιγότερο από το μισό του αρχικού πληθυσμού μουσουλμάνων του 1913. Εκτός από εκείνους που έφυγαν με την Ανταλλαγή, αρκετές χιλιάδες Ηπειρώτες μουσουλμάνοι μετανάστευσαν κατά τη δεκαετία 1913-1923 για οικονομικούς ή πολιτικούς λόγους.

 

Μετά την Ανταλλαγή: αναζητώντας ένα δίκαιο πλαίσιο προστασίας

Από το 1923 το εφαρμοστέο δίκαιο για τους μουσουλμάνους της Ηπείρου απέρρεε από τη Συνθήκη των Σεβρών περί των μειονοτήτων στην Ελλάδα, που τέθηκε σε ισχύ μέσα από συναφές Πρωτόκολλο της Συνθήκης της Λοζάνης. Έτσι, διατηρήθηκαν μετά την Ανταλλαγή οι Μουφτείες Φιλιατών, Ηγουμενίτσας, Μαργαριτίου, Παραμυθιάς και Ιωαννίνων, ενώ έκλεισαν οι υπόλοιπες τέσσερις, καθώς δεν παρέμειναν καθόλου ή μόνον ελάχιστοι μουσουλμάνοι στις αντίστοιχες περιφέρειες. Η απαλλοτρίωση ακινήτων υπέρ των προσφύγων της Μικράς Ασίας που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, όπως ήδη αναφέρθηκε, πυροδότησε νέες εντάσεις μεταξύ του πληθυσμού. Επίσης, οι διεκδικήσεις των αποζημιώσεων και της εισαγωγής της αλβανικής γλώσσας στα σχολεία, σε συνδυασμό με την πατρωνία του αλβανικού εθνικισμού και την αβελτηρία της ελληνικής διοίκησης να εφαρμόσει το σχετικό δίκαιο, όξυναν ακόμα περισσότερο το τεταμένο κλίμα.

Όπως αναφέρει ο Επιθεωρητής Μειονοτήτων Στυλιανόπουλος το 1930: «Τα πράγματα επεδείνωσεν έτι περισσότερον η άνευ προηγουμένης ερεύνης κατάληψις κτημάτων από της Εθνικής Τραπέζης και αι επιτάξεις διά προσφυγικάς ανάγκας…». Μάλιστα, με τη συνδρομή της Αλβανίας, η οποία πλέον ανέλαβε τον ρόλο της «μητέρας πατρίδας» απέναντι στους Αλβανούς μουσουλμάνους της Ελλάδας, σειρά προσφυγών απασχόλησε τα όργανα επίλυσης διαφορών της Κοινωνίας των Εθνών στο πλαίσιο της εφαρμογής της Συνθήκης των Αθηνών (1913) και των Σεβρών (1920) για τις μειονότητες στην Ελλάδα. Με τις προσφυγές αυτές (για ζητήματα ιδιοκτησίας και εκπαίδευσης) ασκήθηκε διεθνής πίεση στην Ελλάδα για πολλά ζητήματα τα οποία είχαν σε σημαντικό βαθμό πραγματική βάση. Με ειδικούς νόμους και αποφάσεις της διοίκησης, η κυβέρνηση αποπειράθηκε να θεραπεύσει τις καταχρηστικές απαλλοτριώσεις αλλά ο εθνοτικός διχασμός είχε ήδη συντελεστεί.

Ιδιαίτερη σημασία αξίζει να δοθεί στα εκπαιδευτικά θέματα των μουσουλμάνων της Ηπείρου. Η ίδρυση, η λειτουργία και η διαχείριση των μειονοτικών σχολείων των μουσουλμάνων της Ηπείρου αποτελούσαν ένα λεπτό πολιτικό ζήτημα για τις ελληνικές κυβερνήσεις καθώς εμπλέκονταν στις διμερείς ελληνοαλβανικές σχέσεις και τους συναφείς εθνικούς ανταγωνισμούς σε συνδυασμό με την ελληνική μειονότητα στην άλλη πλευρά των συνόρων. Σε ορισμένες περιπτώσεις η κυβέρνηση βοηθούσε στη λειτουργία των σχολείων, μέσα από το διορισμό και τη μισθοδοσία των μουσουλμάνων δασκάλων. Για παράδειγμα, στα Γιάννενα στο τοπικό μουσουλμανικό σχολείο η κυβέρνηση είχε διορίσει τον διευθυντή, τον επιθεωρητή και έναν δάσκαλο με τη σύμφωνη γνώμη του Μουφτή και του Δημάρχου, ο οποίος παρεμπιπτόντως ήταν μουσουλμάνος. Το 1918, δέκα σχολεία παρείχαν κορανική μόρφωση, από τα οποία μόνο τα τρία λειτουργούσαν ως μουσουλμανικά σχολεία. Το 1919, 20 τέτοια σχολεία λειτουργούσαν στην Παραμυθιά. Σταδιακά ελληνοδιδάσκαλοι διορίζονταν σε αυτά τα σχολεία, όμως τα στοιχεία που διαθέτουμε είναι ελλιπή και αποσπασματικά.

Στα φτωχά χωριά η συμμετοχή μαθητών ήταν πολύ περιορισμένη ειδικά αναφορικά με τα κορίτσια, τα οποία οι συντηρητικοί γονείς κρατούσαν στο σπίτι. Σε ορισμένες περιπτώσεις, σε αυτά τα ελληνικά σχολεία ο τοπικός ιμάμης έκανε και μαθήματα κορανίου ενδεχομένως και αλβανικής γλώσσας. Αλλού, και συγκυριακά, η ελληνική διοίκηση απαγόρευσε ρητά τη διδασκαλία του Ισλάμ. Μόνο στους Φιλιάτες λειτούργησε 3τάξιο ιεροσπουδαστήριο [μεντρεσές]. Το 1927, διορίστηκαν προσωρινά για πρώτη φορά δάσκαλοι της αλβανικής στους Φιλιάτες και την Παραμυθιά ως πολιτική κίνηση στα πλαίσια της αμοιβαιότητας με την Αλβανία για τα σχολεία της ελληνικής μειονότητας (η ελληνική κυβέρνηση δικαιολόγησε το 1927 την έλλειψη μειονοτικών σχολείων για τους Τσάμηδες επειδή αυτοί «they stay away systematically from any intellectual effort»). Από την άλλη πλευρά, η ελληνική κυβέρνηση επέβαλε νηπιαγωγεία αποκλειστικά στα ελληνικά στα μουσουλμανικά χωριά, αν και με πολύ μικρή επιτυχία. Η ειδική εκπαίδευση στα αλβανικά ουσιαστικά είχε εγκλωβιστεί στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, παρόλο που ο Επιθεωρητής μειονοτήτων Στυλιανόπουλος πρότεινε το 1930 μια αρκετά πιο φιλελεύθερη πολιτική με σεβασμό στα δικαιώματα των μειονοτήτων.

Ένα δεύτερο ζήτημα ειδικής προστασίας αφορά τα βακούφια, δηλαδή τις κοινοτικές περιουσίες που προέρχονται από δωρεές των πιστών. Η διαχείριση των βακουφίων ανατέθηκε σε Διαχειριστικές Επιτροπές υπό την επίβλεψη του τοπικού Μουφτή. Σύμφωνα με τον Στυλιανόπουλο, στην πράξη ο τοπικός διαχειριστής καρπώνονταν τα ωφελήματα του βακουφίου χωρίς αποτελεσματικό έλεγχο από τον Μουφτή ή από την κοινότητα. Μετά την Ανταλλαγή και τη συρρίκνωση του μουσουλμανικού πληθυσμού, ορισμένα βακούφια έμειναν χωρίς κοινότητες. Η Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών εξέτασε το 1932 μια προσφυγή σχετικά με περιορισμούς που επέβαλε η ελληνική κυβέρνηση στα ακίνητα του τζαμιού της ολιγάριθμης κοινότητας Πάργας. Από την προσφυγή αυτή μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η εκμετάλλευση της περιουσίας γινόταν ανέλεγκτα.

 

Ο αιματηρός επίλογος

Η μεταξική δικτατορία δεν ευνόησε την άμβλυνση των αντιθέσεων. Όξυνε τις αντιπαραθέσεις και επέτεινε τις καταπιεστικές πολιτικές ελέγχου των μειονοτικών δομών. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι πολλοί Αλβανοί προύχοντες είδαν με θετικό μάτι Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές ως μια προοπτική επαναφοράς των προνομίων και ανάκτησης των περιουσιών τους. Η κατοχή της Ηπείρου από τις ιταλικές και γερμανικές δυνάμεις και η συνεργασία σημαντικού τμήματος των μουσουλμάνων προυχόντων με αυτές (παρότι παράλληλα εκατοντάδες Τσάμηδες εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ, βλ. Γ. Μαργαρίτης 2005 Σχηματίζοντας στον ΕΛΑΣ το τάγμα ΙΥ/15), θα διαμορφώσουν προσωρινά νέες προνομιακές σχέσεις ως προς τη θεσμική θέση των μουσουλμανικών κοινοτήτων. Αυτό, μέχρι τη βίαιη έξωσή τους από τον ΕΔΕΣ στην Αλβανία και την καταδίκη περίπου 1.850 ατόμων από τα δικαστήρια δωσίλογων.

Οι Αλβανοί μουσουλμάνοι της Ηπείρου ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους με το συλλογικό στίγμα του συνεργάτη του κατακτητή. Η βία που τους ασκήθηκε ήταν τόση ώστε μπορεί να συγκριθεί με εκείνη που βίωσαν μετά την Ανταλλαγή Πληθυσμών, και συντέλεσε στην ελληνική εθνική, θρησκευτική και γλωσσική ομογενοποίηση της Ηπείρου, ενώ εξάλειψε και την εθνοπολιτισμική ετερότητα. Οι τοπικοί ανταγωνισμοί για τη γη, ως μορφές αγώνα για την απόκτηση εξουσίας επί της ιδιοκτησίας, επενδύθηκαν με εθνικό πρόσημο και εντέλει κατέληξαν σε ριζοσπαστικές πρακτικές εθνοκάθαρσης. Από τους 18.600 μουσουλμάνους που ζούσαν το 1940 στη Θεσπρωτία είχαν απομείνει μόλις 207 το 1946. Μια αδέξια προτροπή για ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας και των εκτοπισμένων Τσάμηδων ήταν η τελευταία επίσημη νύξη για ένα μεγάλο ζήτημα που χάθηκε κάτω από το διπλωματικό χαλάκι των επόμενων δεκαετιών. Στη συνέχεια, τα νομικά ίχνη της παρουσίας τους εξαλείφθηκαν σταδιακά, όπως π.χ. μέσα από την καταστροφή των ληξιαρχείων της περιοχής.

Σήμερα, στον απόηχο της εποχής εκείνης, οι εθνικιστικές οργανώσεις των Τσάμηδων στην Αλβανία, συσπειρώνονται γύρω από μια καταγγελτική ακτιβιστική ρητορεία, με συγκυριακά πολιτικά ερείσματα (όπως στη σημερινή αλβανική κυβέρνηση), πυροδοτώντας αυτόματα ανακλαστικά στην ελληνική πλευρά. Μαζί με την ανομολόγητη (μη) παραδοχή της εθνοκαθαρτικής πολιτικής που οδήγησε στην «εξαφάνιση» μιας ολόκληρης μειονότητας, ο κυρίαρχος ελληνικός εθνικισμός απωθεί το ζήτημα των μουσουλμάνων της Ηπείρου της τριακονταετίας 1913-1943 σε μια ζώνη σιωπής, συνεχίζοντας να το παραχώνει στα αζήτητα της επιστημονικής έρευνας ανασύροντας έναν επιδερμικό και εύπεπτο εθνικό λόγο όταν χρειαστεί.

 

* Το άρθρο αυτό άντλησε υλικό από μονογραφία του 2012 (K. Tsitselikis, Old and New Islam in Greece) και θα δημοσιευτεί σε πλήρη μορφή σε συλλογικό έργο με τίτλο Narda / Οθωμανική Άρτα: Η μετάβαση από την ύστερη οθωμανική περίοδο στην ελληνική πόλη, σε επιμέλεια του Ηλία Σκουλίδα, στο περιοδικό Σκουφάς (Άρτα) εντός του 2016.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γκλαβίνας I., 2013, Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα (1912-1923), εκδ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη

Μαργαρίτης, Γ., 2005, Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες, Βιβλιόραμα, Αθήνα

Mαυρογορδάτος, Γ., 2003, “Εθνικές μειονότητες”, Ιστορία της Ελλάδας του 20υ αι., τ. B2, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 9-35

Μπαλτσιώτης, Λ., 2009, Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες από την είσοδό τους στο ελληνικό κράτος μέχρι τις αρχές του ελληνο-ιταλικού πολέμου (1913-1940), Διδακτορική διατριβή, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

Παπαυγενίου, Α., 1946, Βόρειος Ελλάς: Μειονότητες από στατιστικής απόψεως εν σχέσει με τον πληθυσμόν και την εκπαίδευσιν, Θεσσαλονίκη

Στυλιανόπουλος, Κ., 1930, [Έκθεση], 15.10.1930, Αρχείο Ελ. Βενιζέλου, Φ. 58

Τσιούμης, K., 2001, “Μειονοτική εκπαίδευση κατά τον μεσοπόλεμο. Η περίπτωση των Μουσουλμάνων Τσάμηδων στη Θεσπρωτία”, 21ο Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, 26-28/5/2000, Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Θεσσαλονίκη, 397-409

Baltsiotis, L., 2002, L’albanophonie dans l’Etat grec, Mémoire de diplôme, vols. Ι&ΙΙ, EHESS, Paris

Baltsiotis, L., 2009, “The Muslim Chams of northwestern Greece: The grounds for the expulsion of a ‘non-existent’ minority community”, European Journal of Turkish Studies, <www.ejts.org>

Destani, B., (ed.), 2003, Ethnic minorities in the Balkan States 1860-1971, 6 vol., Archive editions, Wilts

Empeirikos, L., 2002, Histoire de la langue albanaise en Grèce de la création de l’Etat héllènique jusqu’à nos jours, Département d’histoire et civilisations, Mémoire de diplôme, Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales, Paris

Kondis (ed.), V., 1997, Greeks of N. Epirus and the Greek-albanian relations. Documents from the historical archives of the Ministry for Foreign Affairs, (in Greek), Estia, vol. III and IV, Athens

Kretsi, G., 2002, “The secret past of the Greek-Albanian borderlands. Cham Muslim Albanians: Perspectives on a conflict over historical accountability and current rights”, 6 Ethnologia Balkanica, 168-195

Manta, E., 2008, (translated by R.Ph. Zymaris), The Muslim Albanians in Greece. The Chams of Epirus (1922-2000), Institute for Balkan Studies, Thessaloniki

Tsitselikis, K., 2012, Old and New Islam in Greece, Martinus Nijhoff, Leiden/Boston

 

Ο Κωστής Τσιτσελίκης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.