ΣΥΡΙΖΑ

Κρίσιμα είναι πάντα τα επόμενα βήματα

«Οι καινούργιες εποχές δεν έρχονται αμέσως.

Ο παππούς μου ζούσε κιόλας στη νέα εποχή.

Το εγγόνι μου θα ζει ακόμα στην παλιά»

                                                         Μπ. Μπρεχτ

 

Αν υποβάλουμε το ακόλουθο ερώτημα: «έχει υποστεί ή όχι η κυβέρνηση στο ζήτημα της αδειοδότησης των καναλιών δεινή πολιτική ήττα;», είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα λάβουμε καταφατική απάντηση από όλες τις πολιτικές πτέρυγες, συμπεριλαμβανομένων και των οπαδών των κυβερνητικών κομμάτων.

Και για μεν τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι αναμενόμενη μια τέτοια απάντηση. Πώς, όμως, γίνεται να έχουν παρόμοια συναισθήματα και φίλιες προς την κυβέρνηση δυνάμεις;

Δύο πράγματα είναι δυνατόν να συμβαίνουν: ή, πραγματικά, έχει καταγραφεί μια πολιτική ήττα στο συγκεκριμένο πεδίο, η αντίληψη για το πώς δίνεται μια πολιτική μάχη και με ποια κριτήρια συνάγεται το συμπέρασμα περί νίκης ή ήττας είναι μάλλον ασαφής στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Αν συμβαίνει το δεύτερο, τότε δεν πρόκειται απλώς για μια λανθασμένη γενική και αόριστη αντίληψη, αλλά για έναν αναποτελεσματικό και άστοχο τρόπο σχεδιασμού μιας πολιτικής μάχης.

 

Μετά την έφοδο τι;

 Στη δική μας αριστερά μιλάμε πολύ για Γκράμσι, αλλά ο τρόπος με τον οποίο οργανώνουμε τις πολιτικές μάχες μοιάζει πιο πολύ με έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα. Γοητευόμαστε από την ιδέα ότι με μια σχετικά καλά προετοιμασμένη επίθεση και την ανατρεπτική θέλησή μας μπορούμε να κερδίσουμε από τις μικρές μέχρι τις πιο αποφασιστικές μάχες.

Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι δεν μπορεί να γίνει ούτε ένα ουσιαστικό βήμα χωρίς τον ακριβή και αντικειμενικό υπολογισμό των δυνάμεων των αντιπάλων και τη λεπτομερή επεξεργασία ενός σχεδίου δράσης με το αναγκαίο βάθος. Δηλαδή, ενός σχεδίου που περιλαμβάνει τις πιθανές διαφορετικές επιλογές στις πιθανές διαφορετικές αντιδράσεις του αντιπάλου. Και το οποίο σχέδιο διαθέτει τα απαραίτητα μέσα για την εκτίμηση της στιγμής κατά την οποία μεγιστοποιείται το όφελος και ελαχιστοποιείται η απώλεια στη συγκεκριμένη εξέλιξη.

Τέτοιο σχέδιο δεν φαίνεται να υπήρχε στη συγκεκριμένη μάχη για την επιβολή της δημοκρατικής νομιμότητας, της ισονομίας και της διαφάνειας σε ένα ραδιοτηλεοπτικό πεδίο που επί 25 και πλέον χρόνια επικρατούσαν η ανομία, η ασυδοσία, η αδιαφάνεια και η διαπλοκή, με την ανοχή ενός ένοχου πολιτικού συστήματος.

 

Αήττητος είναι ο υποτιμημένος αντίπαλος

 Αυτό μπορεί να το υποθέσει κάποιος από τα σαφή δείγματα υποτίμησης της έντασης και του εύρους της αντίδρασης τόσο των καναλαρχών και των οικονομικών συμφερόντων που συμπράττουν μαζί τους με βάση το αμοιβαίο όφελος, όσο και των πολιτικών δυνάμεων που βολεύονται με το ως χθες καθεστώς. Η υποτίμηση αυτή αντανακλά και στην παρεπόμενη υποτίμηση της επιρροής όλων αυτών των αντίπαλων δυνάμεων τόσο στο εσωτερικό θεσμών –όπως π.χ. της δικαστικής εξουσίας– όσο και στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.

Αν δεν είχαν υποτιμηθεί αυτά τα στοιχεία, θα υπήρχε πλήρης συνείδηση ότι δεν αρκεί η πλειοψηφία στη βουλή για να περάσει ένας νόμος, ούτε η αξιοποίηση κάποιας προσωπικής ακτινοβολίας ή μιας καλώς νοούμενης επιρροής για να εξασφαλιστεί μια, έστω, ουδέτερη δικαστική απόφαση του ΣτΕ. Η έλλειψη αυτής της συνείδησης οδήγησε σε λάθη, για τα οποία θα καταβληθεί οπωσδήποτε πολιτικό τίμημα –ας ελπίσουμε μικρό.

Πρώτο λάθος ήταν ότι δεν φαίνεται να υπήρχε επεξεργασμένο σχέδιο αντίδρασης στο, πολύ πιθανό, ενδεχόμενο δυσμενούς απόφασης του ΣτΕ. Η επίσημη αντίδραση της κυβέρνησης δια στόματος της κυβερνητικής εκπροσώπου φανέρωνε έκπληξη και θυμό, αντί να εκθέτει με νηφαλιότητα την εναλλακτική τακτική που όφειλε να είχε επεξεργαστεί εν όψει μιας τέτοιας, πιθανότατης απόφασης. Και την οποία θα μπορούσε να διατυπώσει με ηγεμονικό τρόπο, κάνοντας τις προσαρμογές εκείνες που, τελικά, χρειάστηκε να κάνει την περασμένη Πέμπτη με έναν τρόπο, όμως, ο οποίος άφηνε περιθώριο σε δυνάμεις της αντιπολίτευσης να μιλούν για ήττα της κυβέρνησης.

 

Οι ορισμοί της ήττας

  Μη διαθέτοντας, όμως, την ενδοχώρα μιας καλά επεξεργασμένης τακτικής με τα απαραίτητα εναλλακτικά ενδεχόμενα, η κυβέρνηση λίγο έλειψε –για μικρό χρονικό διάστημα το έπραξε– να βιώσει και η ίδια την εξέλιξη των πραγμάτων σαν δεινή ήττα. Είναι ήττα, άραγε, η αναγκαστική μετατόπιση του συνόλου σχεδόν της αντιπολίτευσης από την αρχική θέση ότι το τηλεοπτικό τοπίο θα το «ρυθμίσει» ο ανταγωνισμός και η αγορά, που σήμαινε ουσιαστικά συνέχιση της ασυδοσίας, στη θέση που αναγνωρίζει την ανάγκη ενός αυστηρού νομικού πλαισίου ρύθμισης του τρόπου σύστασης, οργάνωσης και λειτουργίας των νόμιμα αδειοδοτούμενων σταθμών; Είναι ήττα η υπερψήφιση της κυβερνητικής τροπολογίας για προσαρμογή του πρόσφατα ψηφισμένου νόμου τόσο από τη Δημοκρατική Συμπαράταξη όσο και από το Ποτάμι, που άφησαν απομονωμένη τη ΝΔ και εκτεθειμένη στις εσωτερικές αντιθέσεις της ανάμεσα στους υποστηρικτές του «όχι» μέχρις εσχάτων και τους οπαδούς της συναίνεσης, ώστε να μπει τέρμα το καθεστώς των –κατά τον άλλοτε ηγέτη της– νταβατζήδων; *

Ή μήπως θα είναι ήττα, αν τη Δευτέρα, στη διάσκεψη των προέδρων, διαπιστωθεί ότι μπορεί πια να υπάρξει σύνθεση του ΕΣΡ, την οποία θα υπερψηφίσουν, όπως ήδη έχουν δηλώσει, ΔΗΣΥ, Ποτάμι, και Ένωση Κεντρώων, αφήνοντας πάλι τη ΝΔ στην απομόνωση;

Να, λοιπόν, που μπορούν να υπάρξουν πολιτικές κινήσεις, πολιτικές πρωτοβουλίες και προσαρμογές –και όχι απαράδεκτα πολιτικά τρικ, όπως η υπόδειξη του κ. Πολύδωρα για το ΕΣΡ– οι οποίες είναι σε θέση να φέρουν αποτελέσματα χειροπιαστά. Γιατί, όμως, αυτό δεν ήταν ορατό από την αρχή στα μάτια όσων είχαν την ευθύνη για τους σχετικούς χειρισμούς;

Εμείς, ήδη από το εισαγωγικό σχόλιο, διατυπώσαμε μια κάποια απόπειρα απάντησης. Όμως, αν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση δεν ασχοληθούν σοβαρά με την αναζήτηση απαντήσεων στο κρίσιμο αυτό ερώτημα –και δεν πάρουν τα απαραίτητα μέτρα που θα συνεπαγόταν μια επαρκής απάντηση– τότε τα λάθη θα επαναληφθούν. Και οι επικοινωνιακές αστοχίες, που από τους αντιπάλους τώρα παρουσιάζονται σαν πολιτικές αποτυχίες, είναι πολύ πιθανό να εξελιχθούν σε πραγματικά σοβαρότατες και αθεράπευτες ήττες.

 

* Το πόσο σημαντική είναι αυτή η διάσταση στο εσωτερικό της ΝΔ, μπορεί να το κρίνει κάποιος και από την οξύτατη επίθεση του κ. Πρετεντέρη («Νέα» 3/11) στο πρόσωπο του κ. Μεϊμαράκη, που τον χαρακτηρίζει… «“παράγκα” της κυβέρνησης μέσα στην αντιπολίτευση»!

 

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή