Macro

Κράτος δικαίου ή κράτος δικαστών;

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: η αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι θεμελιώδης όρος σε κάθε σύγχρονη δημοκρατία. Ποιοι είναι, όμως, αυτοί που επιχειρούν σήμερα να δημιουργήσουν μια πλαστή εικόνα θεσμικής κρίσης, κάνοντας λόγο για παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη; Και από πού αντλούν αυτό το δικαίωμα; (κάποιοι, θα το ονόμαζαν και θράσος..) Γιατί, αυτό που μπορεί να παρατηρήσει ο καθένας είναι η σύμπηξη ενός τριγώνου ανάμεσα σε πολιτικά κόμματα που επιδιώκουν με κάθε μέσο την παλινόρθωσή τους στην εξουσία (την οποία τους στέρησε ο λαός με την ψήφο του), διαπλεκόμενα ΜΜΕ (κάποιοι ιδιοκτήτες των οποίων έχουν, μάλιστα, ανοικτούς λογαριασμούς με τη δικαιοσύνη) και, δυστυχώς, ορισμένων μελών του ίδιου του δικαστικού σώματος εκφραζόμενων μέσω μη θεσμικών τρόπων. Μέσα σε αυτό το τρίγωνο (ίσως, τελικά, εκείνο το παλαιότερο τρίγωνο της διαπλοκής για το οποίο έκανε και κάνει λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ,  να ήταν…τετράγωνο), συντηρείται και ανατροφοδοτείται η παραφιλολογία περί, δήθεν, παρεμβάσεων.

Αμφιβάλλει, όμως, κανείς ότι στη χώρα έχουν συσσωρευθεί παθογένειες δεκαετιών, η αντιμετώπιση των οποίων καθίσταται σήμερα περισσότερο επιτακτική παρά ποτέ; Το αντιλαμβάνεται αυτό η δικαιοσύνη ή τείνει, άραγε, να γίνει μέρος του τείχους προστασίας που επιχειρεί να χτίσει – γύρω από τον εαυτό του –  το διαπλεκόμενο σύστημα εξουσίας του παλαιού καθεστώτος;  Έχουν κάποιοι την ψευδαίσθηση ότι ο κόσμος δεν αντιλαμβάνεται ποιοι θέλουν τη δικαιοσύνη υποχείριό τους, όσο βροντωδώς κι αν κόπτονται για την ανεξαρτησία της; Νομίζουν ότι η κριτική στις αποφάσεις της δικαιοσύνης δεν είναι μια καθημερινή πραγματικότητα στην ελληνική κοινωνία ή ότι δεν έχει εμπεδωθεί η ανάγκη εξυγίανσης και αυτού του ίδιου του θεσμού (της δικαιοσύνης); Είναι η κριτική από κυβερνητικά στελέχη και βουλευτές που, δήθεν, πληγώνει το κύρος της δικαιοσύνης, ή μήπως κάποιοι λειτουργοί της που δεν αίρονται στο ύψος των περιστάσεων; Συνιστά παρέμβαση στη δικαιοσύνη η διατύπωση γνώμης για δικαστικές αποφάσεις – η οποία σε τελική ανάλυση δεν είναι μόνο συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα αλλά και θεσμική υποχρέωση των εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού;

Και πώς είναι δυνατόν να μην ασκήσει κανείς δριμύτατη κριτική σε μια σειρά αποφάσεων τόσο εξόφθαλμα αντίθετων με το κοινό περί δικαίου αίσθημα; Ας σταχυολογήσουμε μόνο μερικά κραυγαλέα παραδείγματα: οι αποφάσεις που έκριναν όλα τα μέτρα των μνημονίων του 2010 και του 2012 συνταγματικά, αναγνωρίζοντας την ιδιότυπη κατάσταση επιτροπείας και περιορισμένης κυριαρχίας της χώρας, εξαιρώντας όμως τα μέτρα που περιόριζαν τις απολαβές των ίδιων των δικαστών· ο πρωτοφανής μη εντοπισμός προβλήματος συνταγματικότητας στο «μαύρο» στην ΕΡΤ (ενώ, όλως τυχαίως, τρία χρόνια μετά, η προσπάθεια ρύθμισης του άναρχου ιδιωτικού ραδιοτηλεοπτικού τοπίου έπεσε πάνω σε δικαστικό φράγμα)· η απόφαση για την υπόθεση της Μανωλάδας, για την οποία η Ελλάδα βρέθηκε ταπεινωτικά κατηγορούμενη και καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων· πιο πρόσφατα, η απόφαση που καταδίκασε την Ηριάννα σε 13 χρόνια κάθειρξης, με ανεπαρκή στοιχεία, καθώς και η απόφαση που απέρριψε το αίτημα αποφυλάκισής της· οι αποφάσεις που έκριναν πως η μακροχρόνια μη καταβολή του μισθού  δεν συνιστά απαραίτητα βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ή ότι η επίσχεση εργασίας μπορεί ακόμα και να θεωρηθεί ως επίδειξη βούλησης του εργαζόμενου να παραιτηθεί από την εργασία του. Και όλα αυτά, όταν είναι κοινός τόπος η ευνοϊκή ποινική μεταχείριση που συχνά επιφυλάσσεται σε όσους ισχυρούς έχουν τις απαραίτητες «προσβάσεις».

Κράτος δικαίου δεν σημαίνει κράτος δικαστών. Αντιθέτως, κράτος δικαίου είναι η αρχή σύμφωνα με την οποία όλες οι κρατικές εξουσίες, της δικαστικής συμπεριλαμβανομένης, δεν ασκούνται αυθαίρετα αλλά όπως ορίζει ο νόμος. Οι δικαστικές αποφάσεις είναι, σε κάθε περίπτωση, εφαρμοστέες. Δεν είναι όμως, επ’ουδενί, «ιερά» κείμενα εκτός κριτικής. Όταν, λοιπόν, κάποιοι δικαστές αποφασίζουν να κατέβουν από την έδρα τους και να εμπλακούν σε πολιτικές αντιπαραθέσεις – με προφανές, μάλιστα, πρόσημο υπέρ συγκεκριμένων πολιτικών παρατάξεων ή/και οικονομικών συμφερόντων – ας είναι έτοιμοι να δεχθούν τη σκληρή κριτική που πάει χέρι-χέρι με την πολιτική. Όταν το συνδικαλιστικό όργανο των δικαστικών, αφήνει να εννοηθεί ότι η εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας δεν διαθέτει νομιμοποίηση ούτε καν για να ασκεί κριτική, ας είναι έτοιμο να απαντήσει και σε ερωτήματα όπως : ποια κυβέρνηση θα προτιμούσε εκείνο, αν διενεργεί τις δικές του δημοσκοπήσεις και αν στην επόμενη ανακοίνωσή του θα μας υποδείξει και τον καταλληλότερο πρωθυπουργό. Σε κάθε, δε, περίπτωση, ας αφήσει κατά μέρος τη φιλολογία περί διάκρισης των εξουσιών, όταν το ίδιο την παραβιάζει με τόσο χονδροειδή τρόπο. Αλλιώς, ας κατέλθει στον στίβο της πολιτικής για να διαπιστώσει πόση απήχηση έχει στην κοινωνία.

«Tα ράσα δεν κάνουν τον παπά», λέει μια λαϊκή παροιμία. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, η τήβεννος δεν κάνει τον δικαστή. Δεν είναι, δηλαδή, το αξίωμα που τιμά τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος που τιμά το αξίωμα. Οι δικαστικές αποφάσεις, σε τελική ανάλυση, εκδίδονται στο όνομα του ελληνικού λαού. Οι ίδιοι οι νόμοι – που είναι οδοδείκτες για τις δικαστικές αποφάσεις – προϊόντος του χρόνου και αναλόγως του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης, υπόκεινται σε αλλαγές. Οι δικαστές είναι μεν θεράποντες της Θέμιδας, είναι όμως συγχρόνως και υπηρέτες του λαού, όπως κάθε δημόσιος λειτουργός σε μια δημοκρατία. Υπάρχουν, αναμφίβολα, χιλιάδες δικαστές που εργάζονται με ήθος και αξιοπρέπεια κάθε μέρα στα δικαστήρια της χώρας – συχνά σε αντίξοες συνθήκες – και που το αντιλαμβάνονται αυτό πλήρως, τιμώντας την αποστολή τους και το κύρος της δικαιοσύνης. Καλό θα ήταν να το αντιληφθεί και εκείνη η ισχυρή, σχετικά – και με τη μεγαλύτερη πρόσβαση στη δημοσιότητα – μερίδα των δικαστών στα «προνομιούχα» ανώτερα κλιμάκια της δικαιοσύνης που θεωρούν, ως μη όφειλαν, ότι είναι υπεράνω κριτικής – ενδεχομένως υπεράνω και του λαού. Κριτές του και όχι υπηρέτες του. Ξεχνούν, όμως, πως και οι κρίνοντες, κρίνονται.