Macro

Κατασκευές που Καταρρέουν: Σκέψεις για τη Βρετανική Έξοδο

Θα χρειαστεί να περιμένουμε για να δούμε αν οι Γερμανοί «Ευρωπαίοι» θα μάθουν τίποτα από το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος. Ας μην είμαστε όμως ιδιαίτερα αισιόδοξοι. Στις πρώτες τους αντιδράσεις υποστήριξαν ότι η χώρα του Σαίξπηρ και του Άνταμ Σμιθ, του Νεύτωνα και του Χομπς, του Χέντελ και του Μαρξ, δεν ανήκε ποτέ πραγματικά στην Ευρώπη ‒ σε αντίθεση με τους Γερμανούς φυσικά. Είναι εμφανές σε οποιονδήποτε δεν έχει παγιδευτεί μέσα στη γερμανική ομίχλη ότι παρόμοιες ψηφοφορίες θα είχαν παρόμοια αποτελέσματα σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες: Δανία, Ολλανδία, Αυστρία, Ουγγαρία, Ιταλία, για να μην αναφέρω τη Γαλλία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση όπως τη γνωρίζουμε, το θεσμικό πλαίσιο της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» όπως το φαντάστηκαν οι Γερμανοί, βιώνει το «Λυκόφως των Θεών» του. Όποιος δεν το πιστεύει ρισκάρει να θαφτεί κάτω από τις δομές του που καταρρέουν.

Θα καταλάβει η γερμανική πολιτική τάξη ότι ίσως έχει επιταχύνει καθοριστικά την κατάρρευση της βρυξελλιώτικης παραμυθοχώρας; Η βρετανική κοινή γνώμη παρακολούθησε με κατάπληξη και τρόμο την κυβέρνηση Μέρκελ/Γκάμπριελ να χρησιμοποιεί την «Ευρώπη» τους για να καταστρέψει την οικονομία της Ελλάδας και να ταπεινώσει τη χώρα, σώζοντας τις γερμανικές και τις γαλλικές τράπεζες στο όνομα της διάσωσης της Ελλάδας και της «ευρωπαϊκής ιδέας». Παρακολούθησε από περισσότερο ή λιγότερο κοντά το θέαμα της αυτονομημένης γερμανικής πολιτικής απέναντι στους πρόσφυγες: το άνοιγμα των γερμανικών και των ευρωπαϊκών συνόρων προκειμένου να καλυφθεί το δημογραφικό κενό της Γερμανίας παρουσιάστηκε ελλείψει μεταναστευτικού νόμου ως ανθρωπιστική επιχείρηση διάσωσης που θα αναλάμβανε η Ευρώπη «χωρίς ανώτατο όριο», με σταθερές ποσοστώσεις για όλα τα κράτη-μέλη, συνοδευόμενες από την ηθική καταδίκη όλων εκείνων που η αγορά εργασία τους και οι δημογραφικές τους συνθήκες ήταν διαφορετικές ‒ για να ακολουθήσει μια στροφή 180° που μεταξύ άλλων προσέφερε στον δικτατορικό Ερντογάν την προοπτική της εισόδου στην Ευρώπη και τη δίωξη, κατόπιν διαταγής της καγκελαρίου, ενός κωμικού που απήγγειλε κακόγουστα ποιήματα για όλα αυτά σε έναν τοπικό τηλεοπτικό σταθμό.

Ήταν αρκετά σαφές ότι το λαϊκό ένστικτο στη Μεγάλη Βρετανία έλεγε πως είναι καλύτερα να μην ανήκεις σε μια λέσχη όπου μπορούν να συμβούν τέτοια πράγματα. Το στρατόπεδο του Remain από την άλλη στήριξε τη θέση του αποκλειστικά στην οικονομία, και όχι στην αγάπη για την όποια «ευρωπαϊκή ιδέα». Γνωρίζουμε φυσικά πως η βρετανική σκέψη τείνει προς τον εμπειρισμό, κρίνοντας τις «ιδέες» από το πώς αποδεικνύονται στην πραγματική ζωή. Το γεγονός ότι, παρά τα ευρέως προβλεφθέντα και συστηματικά επαπειλούμενα οικονομικά μειονεκτήματα, κέρδισε η καμπάνια του Leave είναι σημαντικό σε έναν κόσμο όπου το μόνο που μετράει είναι, υποτίθεται, το οικονομικό όφελος ‒ και μάλιστα κέρδισε μεταξύ Αγγλοσαξόνων. Όσοι αρνούνται να παγιδευτούν σε αυτήν τη λογική κρίνονται παράλογοι, από τη γερμανική οπτική γωνία, αν όχι ανίκανοι να σκεφτούν. Μήπως οι άνθρωποι απλώς βαρέθηκαν να καθοδηγούνται ηθικά από μια γερμανοκρατούμενη Ευρώπη, για παράδειγμα στο αν θα κλείσει η σήραγγα της Μάγχης στην παράνομη μετανάστευση;

Σε αντίθεση με τους Γερμανούς, οι Βρετανοί δεν χρειάζονται άνευ όρων αγάπη. Τους αρκεί να μαθαίνουν όλοι τη γλώσσα τους και να τη μιλάνε τσάτρα-πάτρα. Συνεπώς, άλλα συναισθήματα και επιρροές θα μπορούσαν να υπερισχύσουν αντί του φόβου πως θα αποσυρθεί η ευρωπαϊκή αγάπη ‒ συναισθήματα και επιρροές διαδεδομένα εκτός Μεγάλης Βρετανίας, αν και μέχρι πρόσφατα βρίσκονταν σε κατάσταση λανθάνουσα εδώ. Τα απελευθέρωσε η ειδωλολατρία της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης από τη μεριά των «ελίτ», οι οποίες έχουν καταστήσει το «άνοιγμα» των κοινωνιών τους στις αγχωτικές διακυμάνσεις της παγκόσμιας αγοράς κριτήριο τόσο σε οικονομικό όσο και σε ηθικό επίπεδο. Η πολιτισμική υποτίμηση των τοπικών παραδόσεων και όσων γαντζώνονται πάνω τους από ανώτερα και μεσαία στρώματα που αυτοαποκαλούνται κοσμοπολίτες και αξιολογούν τη χώρα τους και τους πολίτες της ανάλογα με την «ανταγωνιστικότητά» τους, είναι πολύ διαδεδομένη στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Είναι μέρος της οικονομίστικης επανεκτίμησης όλων των αξιών μπροστά στην καπιταλιστική προέλαση που επιταχύνθηκε από το νεοφιλελευθερισμό. Η μετατόπιση του Zeitgeist στο αντίπαλο στρατόπεδο, σ’ αυτό που έχει ξεχάσει τη διαφορά μεταξύ του αλληλέγγυου και του χρηματοπιστωτικού διεθνισμού, έχει ως αποτέλεσμα όσοι αντιστέκονται να μένουν συχνά χωρίς άλλη γλώσσα στη διάθεσή τους από τη γλώσσα του έθνους και του παλιού καλού καιρού. Σταμπαρισμένοι ως «λαϊκιστές» που δεν έχουν κατακτήσει διανοητικά τη νέα «πολυπλοκότητα» του κόσμου, απορρίπτονται σημασιολογικά ως «αντι-Ευρωπαίοι», κρύβονται στα γαλατικά χωριά τους ‒μέχρι να τους βγάλει έξω μια εκλογική αναμέτρηση ή ένα δημοψήφισμα, με την ενθάρρυνση ‒ελλείψει άλλων‒ ύποπτων δημαγωγών, με αποτέλεσμα να καταδικάζονται απερίφραστα από τους Σουλτς, Γιούνκερ και Σία ως επικίνδυνοι χωριάτες, ή ακόμα, με τα λόγια του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ και των ομοίων του, των πρώην αντιπροσώπων τους, ως «όχλος».

Με το Brexit, όμως, έγιναν για πρώτη φορά πλειοψηφία σε μια χώρα της ΕΕ, και θα μπορούσαν να γίνουν παντού, και όχι μόνο για μία φορά. Κάποια στιγμή ακόμα και οι πιο βραδύνοες θα καταλάβουν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ως μοντέλο για το μέλλον έχει προ πολλού ξεπεραστεί (οι πιο βραδύνοες, οι οδηγοί της μηχανής συγκέντρωσης εξουσίας των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης, δεν θα το μάθουν ποτέ, δεν θα είναι πια απαραίτητο όμως). Οι απόπειρες να δημιουργηθεί ένα τεράστιο κράτος φαίνονται σήμερα ως σχέδιο εκμοντερνισμού που δεν είναι πια μοντέρνο, αφού αποδείχτηκε ανίκανο να ρυθμίσει το άνοιγμα του κόσμου με τέτοιον τρόπο ώστε να μην αδικηθούν οι διαφορετικές τοπικές δυνατότητες, συμφέροντα και ανάγκες σε μια ήπειρο τόσο ποικιλόμορφη όσο η Ευρώπη. Το τέλος της «κοινωνικής διάστασης» της ΕΕ στη δεκαετία του 1990 ήταν και το τέλος της ΕΕ ως σώματος που προστατεύει τους πληθυσμούς του ενάντια στη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση και επανεκπαίδευση. Έκτοτε, η ΕΕ ως μελλοντικό υπερκράτος έπεσε στα χέρια όσων επιταχύνουν το νεοκαπιταλισμό και της γερμανικής εξαγωγικής βιομηχανίας ‒με τη βοήθεια εθνικών ελίτ, για τις οποίες δεν έχει σημασία αν το «ένα έθνος» του Ντισραέλι γίνει ξανά δύο έθνη, αρκεί το δικό τους γήπεδο να μεγαλώνει σύμφωνα με τις φιλοδοξίες τους. Στο χώρο της Μεσογείου περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού η ΕΕ, με τη μορφή της νομισματικής ένωσης, συμπεριφέρεται σήμερα ως μηχανή εκλογίκευσης και ανικανότητας, ως εργαλείο εξίσωσης προς τα κάτω της «ορντοφιλελεύθερης» οικονομίας της αγοράς, ή τουλάχιστον αυτό προσπαθεί να κάνει, αν και προς το παρόν με όλο και λιγότερη επιτυχία.

Το μέγεθος και η ποικιλομορφία, και η μεταξύ τους σχέση, είναι σε καιρούς παγκοσμιοποίησης οι πιο σημαντικές μεταβλητές σε οποιαδήποτε πολιτική αρχιτεκτονική, ιδίως στην Ευρώπη. Για τους Σκωτσέζους ‒πρωτοπόρους ίσως μιας νέας νεωτερικότητας, όπως υπήρξαν και στον καιρό των Σκωτσέζων ηθικών φιλοσόφων‒ η Μεγάλη Βρετανία ήταν ήδη πολύ μεγάλη πριν από το δημοψήφισμα του Brexit, καθώς τους αρνήθηκε την ελευθερία να βρουν το δρόμο τους στην παγκοσμιότητα. Γι’ αυτόν το λόγο, όσοι θέλουν να κρατήσουν την ΕΕ ως έχει δεν πρέπει να έχουν ψευδαισθήσεις για τις σκωτσέζικες προθέσεις∙ οι μικρές χώρες που πρόσφατα κέρδισαν την αυτονομία τους από μια μεγάλη χώρα ‒οι Βαλτικές χώρες για παράδειγμα‒ είναι απρόθυμες να ξαναβρεθούν κατευθείαν υπό τη διαχείριση μιας ακόμα πιο μεγάλης. Η Ουαλία, η Καταλονία, η Κορσική, η Χώρα των Βάσκων, αν γίνονταν ποτέ ανεξάρτητες, θα έμπαιναν στην ΕΕ πρώτα απ’ όλα για να ασκήσουν και να προστατέψουν την αυτονομία τους. Τώρα που η ΕΕ απέτυχε ως μεγάλο κράτος εν αναμονή, ούσα ανίκανη να προστατέψει το συμφέρον των απλών ανθρώπων να ελεγχθεί πολιτικά η καπιταλιστική προέλαση, το μέλλον ίσως να ανήκει σε μικρής κλίμακας, ευέλικτη και σχετικά ομοιογενή υπεύθυνη δράση και ελεύθερα διαπραγματευόμενη συνεργασία, σε πολιτικές μονάδες που αναζητούν και γεμίζουν κενά. Τα μικρότερα εθνικά κράτη της Ευρώπης σήμερα μπορούν να δώσουν μια πρόγευση, είτε είναι στην ΕΕ είτε όχι: Δανία, Σουηδία, Νορβηγία, Ελβετία και Ολλανδία, χώρες στις οποίες τα κοινά αγαθά, οι κοινές ταυτότητες και η κοινά διαμορφωμένη θέληση είναι πιο συμπαγή, αντιληπτά και εφικτά από ό,τι σε ένα ευρωπαϊκό υπερκράτος (και τα οποία θα συνεχίσουν, εκτός από την Ολλανδία, να έχουν το δικό τους νόμισμα για αρκετό καιρό ακόμα). Ίσως η απόπειρα του πρώην πρωθυπουργού της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας Γιούργκεν Ρούτγκερς να εντάξει το ομόσπονδο κράτος του στη συνθήκη Μπενελούξ, που κόπηκε ακαριαία στη ρίζα της από το Βερολίνο, δεν ήταν τόσο ακατανόητη όσο παρουσιάστηκε τότε από πολλούς.

Υπάρχει ρεαλιστικό μονοπάτι για μια Ευρώπη με ποικίλη γεωμετρία, με κυρίαρχη και ευέλικτα προσαρμοστική συνεργασία μεταξύ μικρών κρατικών μονάδων, χωρίς τον Σουλτς και τον Γιούνκερ ως νονούς; Οι συμφωνίες χωρισμού που θα διαπραγματευτούν με το Λονδίνο θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στη δημιουργία μιας «ΕΕ λάιτ», μιας δεύτερης, αδυνατισμένης ΕΕ με κάτι λιγότερο από πλήρη ιδιότητα μέλους στο σχήμα τής «όλο και πιο στενής ένωσης» των Βρυξελλών, ως πλατφόρμας για οριζόντια συνεργασία με ίσα δικαιώματα μέσω διεθνών συνθηκών και συμβάσεων, με την αρχή της επικουρικότητας να λαμβάνεται επιτέλους στα σοβαρά, αντί να διαλύεται από αξιωματούχους των Βρυξελλών, με προστασία της αμοιβαίας συμφωνημένης αυτονομίας (όπως υποστηρίζεται από τον Φριτς Σαρπφ, στο Governing in Europe): χωρίς το Ευρωκοινοβούλιο, που δεν είναι αυτό που λέει το όνομά του, χωρίς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, που ελεύθερα δημιουργεί και απονέμει έναν συνταγματικό νόμο που δεν μπορεί να διορθωθεί, χωρίς αδιαφανείς αποφάσεις κορυφής, χωρίς ανοιχτές και κρυφές επικαιροποιήσεις πολιτικών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ένα τέτοιο πλαίσιο θα μπορούσε να είναι ελκυστικό για πολλά από τα μέλη που είναι σήμερα πλήρη, και τα οποία θα απαιτούσαν να είναι ανοιχτό ώστε να δεχτεί την ομαλή μετανάστευση όλων και όχι μόνο των Βρετανών. Οι «Βρυξέλλες» μπορούν να το δουν αυτό και το φοβούνται όπως ο διάβολος το λιβάνι ‒γι’ αυτό και οι αντιπρόσωποί τους πιέζουν ώστε η βρετανική αποχώρηση να σφραγιστεί το ταχύτερο δυνατόν, για να μην υπάρξει χρόνος να εξεταστεί ένα θεσμικό πλαίσιο για μια δεύτερη, εναλλακτική, σύγχρονη ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Η ΕΕ και η ηγέτιδα δύναμή της, η Γερμανία, θα αναγνωρίσουν και θα χρησιμοποιήσουν άραγε τις ευκαιρίες που προσφέρει η βρετανική απόφαση για την ανανέωση της Ευρώπης; Οι αξιωματούχοι των Βρυξελλών και οι υποστηρικτές τους στα εθνικά κράτη, αλλά και στην κομφορμιστική γερμανική κοινή γνώμη, θέλουν να προσφέρουν παραδειγματισμό: να τιμωρήσουν το Λονδίνο σε κάθε περίπτωση, και να δείξουν έτσι στους Δανούς, τους Ολλανδούς, τους Ούγγρους και σε άλλους τι παίζει, για να μην τους μπουν τίποτα περίεργες ιδέες. Πάνω απ’ όλα θέλουν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο η βρετανική έξοδος να ξανανοίξει μια συζήτηση που έχει σταματήσει εδώ και δεκαετίες για το πού θα καταλήξει η ευρωπαϊκή ενοποίηση ‒ σε τι θα οδηγήσει; Σε ένα υπερκράτος για όλους, ένα μοναδικό πολιτικό και οικονομικό καθεστώς από το Χάμερφεστ ως το Αγκριτζέντο, από το Κορκ ως τα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας, στο οποίο, όπως καταμαρτυρούν περήφανοι οπαδοί της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το 80% της νομοθεσίας γίνεται στις Βρυξέλλες και τα εθνικά κράτη πρέπει να ικανοποιούνται με την επιμελή διαφήμιση της πολιτιστικής τους κληρονομιάς; Αν αυτή η καθυστερημένη ερώτηση δεν απαντηθεί ακόμα και μετά το Brexit με τον τρόπο που απαιτούν οι νέες συνθήκες, και αυτό ακριβώς πρέπει να φοβόμαστε, τότε μια ολοένα και πιο αποσυντιθέμενη Ευρώπη θα αρχίσει να σαπίζει. Οι κατασκευές έχουν επιτέλους αρχίσει να καταρρέουν, κι αν δεν αρχίσει σύντομα η ελεγχόμενη κατεδάφιση, θα πέσουν και θα σκοτώσουν την Ευρώπη.

Ο Wolfgang Streeck είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Max Planck για τη μελέτη των κοινωνιών.

Πηγή: Verso