Macro

Ήταν η άνοδος του Νεοφιλελευθερισμού η πρωταρχική αιτία της ακραίας ανισότητας;

Οικονομική κατάρρευση, οικολογική καταστροφή, ακόμα και η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ – ο νεοφιλελευθερισμός έχει παίξει σε όλα τον ρόλο του.

Φανταστείτε οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης να μην είχαν ακούσει ποτέ για τον κομμουνισμό. Η ιδεολογία που κυριαρχεί τις ζωές μας για τους περισσότερους από εμάς δεν έχει όνομα. Δοκιμάστε να το αναφέρετε σε μια συζήτηση και θα ανταμειφθείτε με  ένα σήκωμα των ώμων. Ακόμα κι αν οι ακροατές σας έχουν ακούσει ξανά τον όρο, θα δυσκολευτούν να τον ορίσουν. Νεοφιλελευθερισμός: ξέρετε τι είναι;

Η ανωνυμία του είναι τόσο σύμπτωμα όσο και αίτιο της ισχύος του. Έχει παίξει καίριο ρόλο σε αξιοσημείωτη ποικιλία κρίσεων: την χρηματοοικονομική κατάρρευση του 2007‑8, τη μετεγκατάσταση (offshoring) του πλούτου και της εξουσίας, για την οποία τα Panama Papers μας παρέχουν απλά μια ιδέα, την αργή κατάρρευση της δημόσιας υγείας και εκπαίδευσης, την αναζοπυρωμένη παιδική φτώχια, την επιδημία της μοναξιάς, την κατάρρευση των οικοσυστημάτων, την άνοδο του Ντόλαντ Τραμπ. Ωστόσο, απαντάμε σε αυτές τις κρίσεις ωσάν να αναδύονται μεμονωμένα, αγνοώντας εμφανώς ότι έχουν είτε καταλυθεί είτε επιδεινωθεί από την ίδια συνεκτική φιλοσοφία. Μια φιλοσοσοφία που έχει –ή είχε- όνομα. Μπορεί να υπάρξει άλλη μεγαλύτερη δύναμη που να δρα ανώνυμα;

Τόσο διάχυτος έχει γίνει ο νεοφιλελευθερισμός που σπάνια τον αναγνωρίζουμε ως ιδεολογία. Φαίνεται να αποδεχόμαστε ότι αυτή η πρόταση που περιγράφει αυτή η ουτοπική, μιλλεναριανιστική πίστη είναι μια ουδέτερη δύναμη: ένα είδος βιολογικού νόμου, μια δαρβινική θεωρία πέρι της εξέλιξης. Όμως η φιλοσοφία ενέσκηψε ως μια συνειδητή προσπάθεια να ανασχηματιστεί η ανθρώπινη ζωή και να μετατοπιστεί το κέντρο βάρος της ισχύος.

Ο νεοφιλελευθερισμός βλέπει τον ανταγωνισμό ως καθοριστικό χαρακτηριστικό των ανθρώπινων σχέσεων. Επαναορίζει τους πολίτες ως καταναλωτές, των οποίων οι δημοκρατικές επιλογές ασκούνται καλύτερα μέσω της αγοράς και της πώλησης, μια διαδικασίας που ανταμείβει την αξία και τιμωρεί την αναποτελεσματικότητα. Στηρίζει ότι η «αγορά» αποδίδει οφέλη που δε θα μπορούσαν ποτέ να επιτευχθούν μέσω της οργάνωσης.

Οι προσπάθειες περιορισμού του ανταγωνισμού αντιμετωπίζοναι ως επιζήμιες για την ελευθερία. Η φορολογία και η ρύθμιση πρέπει να ελαχιστοποιηθούν, οι δημόσιες υπηρεσίες να ιδιωτικοποιηθούν. Η οργάνωση της εργασίας και οι συλλογικές διεκδικήσεις από τα συνδικάτα απεικονίζονται ως διστρεβλώσεις στην αγορά που παρεμποδίζουν τη δόμηση της φυσικής ιεραρχίας νικητών και ηττημένων. Η ανισότητα μεταπλάθεται ως ενάρετη: μια ανταμοιβή για τη χρησιμότητα και μια γενεσιουργός δύναμη του πλούτου που ρέει για να τους πλουτίσει όλους. Οι προσπάθειες δημιουργίας μιας πιο ίσης κοινωνίας είναι ταυτόχρονα αντιπαραγωγικές και ηθικά διαβρωτικές. Η αγορά διασφαλίζει ότι ο καθένας παίρνει ό,τι του αξίζει.

Ενσωματώνουμε και αναπαράγουμε τα συστήματα ηθικών αξιών του. Οι πλούσιοι πείθουν τους εαυτούς τους ότι απέκτησαν τον πλούτο τους μέσα από την αξία τους, παραλείποντας τα πλεονεκτήματα, όπως την εκπαίδευση, την κληρονομικότητα και την τάξη τους, που ενδεχομένως τους βοήθησαν  να τον εξασφαλίσουν. Οι φτωχοί αρχίζουν να κατηγορούν τους εαυτούς τους για τις αποτυχίες τους, ακόμα κι αν λίγα μπορούν να κάνουν για να αλλάξουν τις περιστάσεις.

Μη δίνετε σημασία στη δομική ανεργία: αν δεν έχετε δουλειά είναι επειδή δεν έχετε επιχειρηματικό πνεύμα. Μη δίνετε σημασία στο ασήκωτο κόστος διαμονής: αν η πιστωτική σας κάρτα έχει φτάσει στο όριο, ειστε ανήμποροι και απερίσκεπτοι. Μη δίνετε σημασία αν τα παιδιά δεν έχουν παιδική χαρά στο σχολείο: αν παχύνουν, φταίτε εσείς. Σε έναν κόσμο που διέπεται από τον ανταγωνισμό, αυτοί που μένουν πίσω ορίζονται και αυτοπροσδιορίζονται ως ηττημένοι.

Μεταξύ των αποτελεσμάτων, όπως καταγράφει ο Paul Verhaeghe στο βιβλίο του What About Me?, βρίσκονται η επιδημία αυτοκαταστροφής, διατροφικών διαταραχών, κατάθλιψης, μοναξιάς, άγχους επίδοσης και κοινωνικής φοβίας. Ίσως να μην προκαλεί έκπληξη ότι η Βρετανία, στην οποία η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία εφαρμόζεται εντατικά, είναι η ευρωπαϊκή πρωτεύουσα μοναξιάς. Είμαστε όλοι νεοφιλελεύθεροι τώρα.

Ο όρος νεοφιλελυθερισμός γεννήθηκε σε μια σύνοδο στο Παρίσι το 1938. Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν δύο άντρες που κατέληξαν να δώσουν τον ορισμό της ιδεολογίας, οι Ludwig von Mises και Friedrich Hayek. Αμφότεροι εξόριστοι από την Αυστρία, είδαν την σοσιαλδημοκρατία, για την οποία αποτελούσαν πρότυπα το New Deal του Φράκλιν Ρούσβελτ και η σταδιακή ανάπτυξη του βρετανικού κράτους πρόνοιας, ως εκφάνσεις ενός κολλεκτιβισμού  που κατείχε την ίδια θέση στο φάσμα με τον ναζισμό και τον κομμουνισμό.

Στο Ο Δρόμος προς τη Δουλεία (The Road to Serfdom) που εκδόθηκε το 1944, ο Hayek υποστηρίζει ότι ο κυβερνητικός σχεδιασμός, μέσω του συντριπτικού ατομικισμού, θα οδηγούσε αναπόφευκτα στον ολοκληρωτικό έλεγχο. Όπως και στο βιβλίο Bureaucracy του Mises, το The Road to Serfdom έλαβε ευρείας αναγνωσιμότητας. Υπέπεσε στην αντίληψη ορισμένων πολύ εύπορων ανθρώπων, ο οποίοι διέγνωσαν στη φιλοσοφία μια ευκαιρία για να απελευθερωθούν από τις ρυθμίσεις και τη φορολογία. Όταν το 1947 ο Hayek ίδρυσε τον πρώτο οργανισμό που θα διέδιδε το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού, την Mont Pelerin Society, αυτή έλαβε οικονομική ενίσχυση από εκατομμυριούχους και τα ιδρύματά τους.

Με τη βοήθειά τους ξεκίνησε να δημιουργεί αυτό που ο Daniel Stedman Jones περιγράφει στο Masters of the Universe ως «ένα είδος νεοφιλελεύθερης διεθνούς: ένα υπεραντλάντικο δίκτυο ακαδημαϊκών, επιχειρηματιών, δημοσιογράφων και ακτιβιστών. Οι πλούσιοι υποστηρικτές χρηματοδότησαν μια σειρά δεξαμενών σκέψης που θα διύλιζαν και θα προωθούσαν την ιδεολογία. Μεταξύ αυτών βρίσκονταν το American Enterprise Institute, το Heritage Foundation, το Cato Institute, το Institute of Economic Affairs, το Centre for Policy Studies και το Adam Smith Institute. Χρηματοδότησαν επίσης ακαδημαϊκές θέσεις και τμήματα, ιδιαιτέρως στα πανεπιστήμια του Σικάγο και της Βιρτζίνια.

Όπως εξελίχθηκε, ο νεοφιλελευθερισμός έγινε πιο οξύς. Η άποψη του Hayek ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να ρυθμίζουν τον ανταγωνισμό για να εμποδίσουν τον σχηματισμό μονοπωλίων έδωσε τη θέση της -μεταξύ των αποστόλων ο Μίλτον Φρίντμαν- στην πεποίθηση ότι η δύναμη του μονοπωλίου θα μπορούσε να ειδωθεί ως ανταμοιβή για την αποτελεσματικότητα.

Κάτι άλλο συνέβη κατά τη διάρκεια αυτής της μετάβασης: το κίνημα έχασε το όνομά του. Το 1951 ο Φρίντμαν με χαρά περιέγραφε τον εαυτό του ως νεοφιλελεύθερο. Αλλά σύντομα ο όρος άρχισε να αφανίζεται. Ακόμα πιο παράξενο είναι ότι ακόμα και όταν η ιδεολογία έγινε πιο συμπαγής και το κίνημα πιο συνεκτικό, το χαμένο όνομα δεν αντικαταστάθηκε από κάποια κοινότοπη εναλλακτική.

Αρχικά, παρά τη γενναία χρηματοδότηση ο νεοφιλελευθερισμός παρέμεινε στο περιθώριο. Η μεταπολεμική επικρατούσα άποψη ήταν σχεδόν καθολική: οι οικονομικές συνταγές του Τζων Μέυναρντ Κέυνς εφαρμόζονταν ευρέως, η πλήρης εργασία και η καταπολέμηση της φτώχιας αποτελούσαν κοινούς στόχους στις ΗΠΑ και στο μεγαλύτερο μέρος της δυτικής Ευρώπης, η φορολογία για τις υψηλότερες βαθμίδες ήταν υψηλή και οι κυβερνήσεις επεδίωκαν κοινωνικά αποτελέσματα χωρίς ντροπή, πρόβαιναν στην ανάπτυξη νέων δημόσιων υπηρεσιών και δικτύων ασφαλείας.

Ωστόσο τη δεκαετία του ’70, όταν οι κεϋνσιανές πολιτικές άρχισαν να καταρρέουν και οικονομικές κρίσεις έπλητταν και τις δύο μεριές του Ατλαντικού, οι νεοφιλελεύθερες ιδέες μπήκαν στο κυρίαρχο ρεύμα.  Όπως σημείωνε ο Φρίντμαν, «όταν έφτασε η στιγμή της αλλαγής … υπήρχε διαθέσιμη μια εναλλακτική». Με τη βοήθεια πρόθυμων δημοσιογράφων και πολιτικών συμβούλων, τα στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού, ιδίως οι επιταγές του σχετικά με τη νομισματική πολιτική, υιοθετήθηκαν από την κυνέρνηση του Τζίμυ Κάρτερ στις ΗΠΑ και του Τζιμ Κάλαχαν στη Βρετανία.

Αφότου κατέλαβαν την εξουσία η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Ρόναλντ Ρίγκαν, ακολουθήθηκε άμεσα το υπόλοιπο πακέτο: μαζικές μειώσεις φόρων για τους πλούσιους, στραγγαλισμός των συνδικάτων, απορρύθμιση, ιδιωτικοποιήσεις, outsourcing και ανταγωνισμός στις δημόσιες υπηρεσίες. Μέσω του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Συνθήκης του Μάαστριχτ και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, επιβλήθηκαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές –συχνά χωρίς δημοκρατική συναίνεση- στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Πιο αξιοσημείωτη είναι η υιοθέτησή τους από κόμματα που κάποτε ανήκαν στην αριστερά: οι Εργατικοί και οι Δημοκρατικοί, για παράδειγμα. Όμως διαπιστώνει ο Στέντμαν Τζόουνς, «δύσκολα μπορούμε να σκεφτούμε άλλη ουτοπία που να έχει πραγματοποιηθεί πλήρως».

Ίσως να φανεί παράξενο που ένα δόγμα που προάγει την επιλογή και την ελευθερία έπρεπε να προωθηθεί μέσα από το σλόγκαν «δεν υπάρχει εναλλακτική» (“there is no alternative”). Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Hayek σε μια επίσκεψή του στη Χιλή του Πινοσέτ – ένα από τα πρώτα έθνη στο οποίο εφαρμόστηκε καθολικά το πρόγραμμα – «προσωπικά τείνω να προτιμώ μια φιλελεύθερη δικτατορία από μια δημοκρατική κυβέρνηση που στερείται φιλελευθερισμού». Η ελευθερία που προσφέρει ο νεοφιλελευθερισμός, που ακούγεται γοητευτική όταν εκφράζεται με γενικούς όρους, καταλήγει να σημαίνει ελευθερία για τα μεγάλα ψάρια κι όχι για τα μικρά.

Ελευθερία από τα συνδικάτα και τις κοινωνικές διεκδικήσεις σημαίνει ελευθερία να μειώσουν τους μισθούς. Ελευθερία από τη ρύθμιση σημαίνει ελευθερία να δηληριάζουν τα ποτάμια, να θέτουν σε κίνδυνο τους εργάτες, να χρεώνουν άδικα επιτόκια και να σχεδιάζουν εξωτικά χρηματοοικονομικά εργαλεία. Ελευθερία από τη φορολογία σημαίνει ελευθερία από τη διανομή του πλούτου που βγάζει τους ανθρώπους από τη φτώχια.

Όπως καταγράφει η Ναόμι Κλάιν στο Δόγμα του Σοκ, οι θεωρητικοί του νεοφιλελευθερισμού υπερασπίστηκαν τη χρήση κρίσεων για την επιβολή αντιλαϊκών πολιτικών ενώ οι άνθρωποι ήταν αποπροσαναταλισμένοι: για παράδειγμα, την επομένη του πραξικοπήματος του Πινοσέτ, του πολέμου στο Ιράκ και του τυφώνα Κατρίνα, τον οποίο ο Φρίντμαν περιέγραφε ως «ευκαιρία για ριζικές μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα» στη Νέα Ορλεάνη.

Όπου οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν μπορούν να επιβληθούν στο εσωτερικό, επιβάλλονται σε διεθνές επίπεδο, μέσω εμπορικών συνθηκών που ενσωματώνουν την «επίλυση διαφορών επενδυτή-κράτους»: υπεράκτια δικαστήρια στα οποία οι εταιρείες μπορούν να ασκήσουν πίεση για την άρση κοινωνικών και περιβαλλοντικών περιορισμών. Όταν οι κυβερνήσεις έχουν ψηφίσει τον περιορισμό της πώλησης τσιγάρων, την προστασία της παροχής νερού απέναντι στις μεταλλευτικές εταιρείες, το πάγωμα των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος ή την παρεμπόδιση των φαρμακοβιομηχανικών από το να ριμάζουν το κράτος, οι εταιρείες υπέβαλαν μηνύσεις, συχνά βγαίνοντας κερδισμένες. Η δημοκρατία έχει περιοριστεί στο θέατρο.

Ένα άλλο παράδοξο του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι ο καθολικός ανταγωνισμός βασίζεται στην καθολική ποσοτικοποίηση και σύγκριση. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι εργάτες, οι αναζητούντες εργασία και οι δημόσιες υπηρεσίες κάθε είδους υπόκεινται σε ένα διεφθαρμένο κι αποπνικτικό καθεστώς αξιολόγησης και ελέγχου, σχεδιασμένο να αναδεικνύει τους νικητές και να τιμωρεί τους ηττημένους. Το δόγμα που προτείνει Von Mises θα μας απελευθέρωνε από τον γραφειοκρατικό εφιάλτη του κεντρικού σχεδιασμού, αλλά αντιθέτως έχει δημιουργήσει έναν τέτοιο.

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είχε συλληφθεί ως μια αυτοεξυπηρετούμενη κομπίνα, αλλά γρήγορα εξελίχθηκε σε μια τέτοια. Η οικονομική ανάπτυξη είναι αξιοσημείωτα πιο αργή στη νεοφιλελεύθερη εποχή (από το 1980 στη Βρετανία και τις ΗΠΑ) από ό,τι τις προηγούμενες δεκαετίες. Αλλά όχι για τους πολύ πλούσιους. Η ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, ύστερα από 60 χρόνια πτώσης, αυξήθηκε ραγδαία αυτήν την εποχή λόγω της διάλυσης των συνδικάτων, των μειώσεων στη φορολογία, της αύξησης των ενοικίων, των ιδιωτικοποιήσεων και της απορρύθμισης.

Η ιδιωτικοποίηση ή εμπορευματοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών όπως της ενέργειας, του νερού, των σιδηροδρόμων, της υγείας, της παιδείας, των δρόμων και των φυλακών επέτρεψε στις εταιρείες να βάλουν διόδια μπροστά από σημαντικά ακίνητα και να χρεώνουν ενοίκιο, είτε στους πολίτες είτε στην κυβέρνηση, για τη χρήση τους. Το νοίκι είναι μια άλλη λέξη για το εισόδημα που δεν κερδίζεται. Όταν πληρώνετε ένα φουσκωμένο εισιτήριο τρένου, μόνα ένα μέρος από το αντίτιμο αποζημιώνει τους χειριστές για τα λεφτά που ξόδεψαν σε καύσιμα, μισθούς, τροχαίο υλικό και άλλες δαπάνες . Το υπόλοιπο αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι σε έχουν βάλει σε ένα σωλήνα.

Αυτοί που κατέχουν και διαχειρίζονται τις ιδιωτικοποιημένες ή ημι-ιδιωτικοποιημένες υπηρεσίες του Ηνωμένου Βασιλείου χτίζουν αμύθητες περιουσίες επενδύοντας λιγότερα και χρεώνοντας περισσότερο. Στη Ρωσία και την Ινδία οι ολιγάρχες απέκτησαν ακίνητα του δημοσίου μέσα από ξεπουλήματα.  Στο Μεξικό ο Κάρλος Σλιμ ανέλαβε τον έλεγχο σχεδόν όλων των υπηρεσιών σταθερής και κινητής τηλεφωνίας και σύντομα έγινε ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο.

Η χρηματιστικοποίηση, όπως σημειώνει ο Andrew Sayer στο Why We Can’t Afford the Rich έχει παρόμοιο αποτέλεσμα. «Όπως το νοίκι», ισχυρίζεται, «έτσι και οι τόκοι είναι εισόδημα που δεν κερδίζεται και συσσωρεύεται χωρίς την καταβολή προσπάθειας». Καθώς οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι, οι πλούσιοι αποκτούν αυξημένο έλεγχο πάνω σε ένα καίριο περιουσιακό στοιχείο: το χρήμα. Οι πληρωμές των τόκων, κατά συντριπτική πλειοψηφία, είναι μεταφορά χρήματα από τους φτωχούς στους πλούσιους. Καθώς οι τιμές ιδιοκτησίας και η απόσυρση της κρατικής χρηματοδότησης επιβαρύνουν τους ανθρώπους με χρέη (σκεφτείτε τη μετάβαση από τις φοιτητικές υποτροφίες στα φοιτητικά δάνεια), οι τράπεζες και τα στελέχη της «καθαρίζουν» χρήμα.

Ο Sayer υποστηρίζει ότι οι τελευταίες τέσσερις δεκαετίες χαρακτηρίζονται από τη μεταφορά πλούτου όχι μόνο από τους φτωχούς στους πλούσιους, αλλά και εντός των βαθμίδων του πλούτου: από αυτούς που βγάζουν λεφτά παράγοντας νέα αγαθά ή υπηρεσίες σε αυτούς που βγάζουν λεφτά ελέγχοντας τα υπάρχοντα ακίνητα και δρέποντας τα ενοίκια, τους τόκους ή τα κέρδη κεφαλαίου. Το δεδουλευμένο εισόδημα έχει υποκατασταθεί από το μη δεδουλευμένο εισόδημα.

Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές περικυκλώνονται από παντού από τις αποτυχίες της αγοράς. Όχι μόνο οι τράπεζες είναι πολύ μεγάλες για να αποτύχουν, αλλά και οι εταιρείες που έχουν επωμιστεί με την παροχή δημόσιων υπηρεσιών. Όπως επισημαίνει ο Tony Judt στο Ill Fares the Land, ο Hayek ξέχασε ότι οι ζωτικές εθνικές υπηρεσίες δεν επιτρέπεται να καταρρεύσουν, πράγμα που σημαίνει ότι ο ανταγωνισμός δεν μπορεί να συνεχίσει την πορεία του. Οι επιχειρήσεις λαμβάνουν τα κέρδη, το κράτος παίρνει το ρίσκο.

Όσο μεγαλύτερη  η αποτυχία τόσο πιο ακραία γίνεται η ιδεολογία. Οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τις νεοφιλελεύθερες κρίσεις τόσο ως δικαιολογία όσο και ως ευκαιρία για να μειώσουν τη φορολογία, να ιδιωτικοποιήσουν τις εναπομένουσες δημόσιες υπηρεσίες, να ανοίξουν τρύπες στο δίκτυο κοινωνικής ασφάλειας, να απορρυθμίσουν τις εταιρείες και να επαναρυθμίσουν τους πολίτες. Το κράτος που μισεί τον εαυτό του τώρα μπήζει τα δόντια του σε κάθε όργανο του δημόσιου τομέα.

Ίσως η πιο επικίνδυνη συνέπεια του νεοφιλελευθερισμού να μην είναι οι οικονομικές κρίσεις που έχει προκαλέσει αλλά οι πολιτικές. Καθώς μειώνεται το πλαίσιο δικαιοδοσίας του κράτους, συστέλλεται και η δυνατότητά μας να αλλάξουμε την πορεία της ζωής μας μέσα από τις εκλογές. Αντιθέτως, η νεοφιλελεύθερη θεωρία διαβεβαιώνει ότι μπορούμε να ασκήσουμε το δικαίωμά μας στην επιλογή μέσω της κατανάλωσης. Ωστόσο μερικοί έχουν περισσότερα χρήματα να ξοδέψουν απ’ ό,τι άλλοι: στη δημοκρατία του μέγα καταναλωτή ή του μετόχου οι ψήφοι δεν κατανέμονται ισομερώς. Αποτέλεσμα είναι η αποδυνάμωση των φτωχών και των μεσαίων. Καθώς τα κόμματα της δεξιάς και της πρώην αριστεράς υιοθετούν παρόμοιες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, η αποδυνάμωση μετατρέπεται σε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Μεγάλος αριθμός ανθρώπων έχουν αποβληθεί από την πολιτική.

Ο Chris Hedges σημειώνει ότι «τα φασιστικά κινήματα χτίζουν τη βάση τους όχι από τους πολιτικά ενεργούς αλλά από τους πολιτικά ανενεργούς, τους ηττημένους που νιώθουν, συχνά ορθώς, ότι δεν έχουν φωνή ή κάποιο ρόλο να παίξουν στο πολιτικό γίγνεσθαι». Όταν ο πολιτικός διάλογος δε μας απευθύνεται πια, ο κόσμος ανταποκρίνεται αντίθετα στα συνθήματα, τα σύμβολα και τον εντυπωσιασμό. Για τους οπαδούς του Τραμπ, για παράδειγμα, τα γεγονότα και τα επιχειρήματα φαντάζουν άσχετα.

Ο Judt εξηγούσε ότι όταν το παχύ δίχτυ των σχέσεων μεταξύ του λαού και του κράτους έχει περιοριστεί στην εξουσία και στην υπακοή, η μόνη εναπομένουσα δύναμη που μας ενώνει είναι η κρατική εξουσία. Ο ολοκληρωτισμός που φοβόταν ο Hayek είναι πιο πιθανόν να αναδυθεί όταν οι κυβερνήσεις, αφού έχασαν την ηθική τους εξουσία που γεννάται από την παροχή των δημόσιων υπηρεσιών, περιορίζονται στην «κολακεία, στις απειλές και τελικά στον εξαναγκασμό του λαού να υπακούσει».

Όπως και ο κομμουνισμός, ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο Θεός που απέτυχε. Αλλά το δόγμα-ζόμπι τρικλίζει και ένας από τους λόγους είναι η ανωνυμία του. Η μάλλον ένα σύμπλεγμα ανωνυμιών.

Το αόρατο δόγμα του αόρατου χεριού προωθείται από αόρατους χρηματοδότες. Αργά, πολύ αργά, αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε τα ονόματα μερικών εξ αυτών. Βρήκαμε ότι το Institute of Economic Affairs, που έχει ταχθεί στα μέσα ενημέρωσης σθεναρά κατά της περαιτέρω ρύθμισης της καπνοβιομηχανίας, χρηματοδοτούταν κρυφά από την British American Tobacco από το 1963. Ανακαλύψαμε ότι οι Charles και David Koch, δυο από τους πλουσιότερους άντρες στον πλανήτη, ίδρυσαν το ινστιτούτο που εγκαθίδρυσε το κίνημα Tea Party. Βρήκαμε ότι ο Charles Koch, κατά τη θεμελίωση μίας εκ των δεξαμενών σκέψης, σημείωσε ότι «προκειμένου να αποφύγουμε την ανεπιθύμητη κριτική, δε θα πρέπει να διαφημίζεται ευρέως το πώς ελέγχεται και διευθύνεται η οργάνωση».

Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο νεοφιλελευθερισμός συχνά κρύβουν περισσότερα από όσα δηλώνουν. «Η αγορά» ακούγεται σαν ένα φυσικό σύστημα που δρα επάνω μας ισότιμα, όπως η βαρύτητα ή η ατμοσφαιρική πίεση. Αλλά είναι γεμάτη με σχέσεις εξουσίας. Αυτό που «θέλει η αγορά» τείνει να σημαίνει αυτό που θέλουν οι εταιρείες και τα αφεντικά τους. Η «επένδυση», όπως σημειώνει ο Sayer, σημαίνει δύο διαφορετικά πράγματα. Το ένα είναι η χρηματοδότηση παραγωγικών και κοινωνικά χρήσιμων δραστηριοτήτων και το άλλο είναι η αγορά υπαρχόντων ακινήτων, με σκοπό το άρμεγμά τους για νοίκι, τόκους, μερίσματα και κέρδη κεφαλαίου. Η χρήση του ίδιου όρου για διαφορετικές δραστηριότητες «καμουφλάρει τις πηγές πλούτου», κάνοντάς μας να συγχέουμε την εξαγωγή πλούτου με τη δημιουργία πλούτου.

Πριν από έναν αιώνα οι νεόπλουτοι δυσφημίζονταν από εκείνους που είχαν κληρονομήσει τα χρήματά τους. Οι επιχειρηματίες αναζητούσαν την κοινωνική αποδοχή προβάλλοντας τους εαυτούς τους ως εισοδηματίες. Σήμερα, η σχέση αυτή έχει αντιστραφεί: οι εισοδηματίες και κληρονόμοι προσαγορεύουν τους εαυτούς τους επιχειρηματίες. Ισχυρίζονται ότι έχουν κερδίσει το μη δεδουλευμένο εισόδημά τους.

Αυτές οι ανωνυμίες και συγχύσεις συνυφαίνονται με την ανωνυμία και την ατοπία του σύγχρονου καπιταλισμού: το μοντέλο franchise που εξασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι δεν γνωρίζουν για ποιον καταβάλλουν τον μόχθο τους, οι εταιρείες που είναι εγγεγραμμένες μέσω ενός δικτύου υπεράκτιων καθεστώτων απορρήτου τόσο πολύπλοκου, ώστε ακόμη και η αστυνομία να μην μπορεί να ανακαλύψει τους πραγματικούς δικαιούχους, οι φορολογικές ρυθμίσεις που ξεγελούν τις κυβερνήσεις, τα χρηματοοικονομικά προϊόντα που κανείς δεν καταλαβαίνει.

Η ανωνυμία του νεοφιλελευθερισμού φυλάσσεται με αγριότητα. Αυτοί που επηρεάζονται από τους Χάγιεκ, Μίζες και Φρίντμαν τείνουν να απορρίπτουν τον όρο, υποστηρίζοντας –κάπως δικαιολογημένα- ότι χρησιμοποιείται σήμερα μόνο υποτιμητικά. Αλλά δε μας αφήνουν υποκατάστατο. Κάποιοι περιγράφουν τους εαυτούς τους ως κλασικούς φιλελεύθερους ή ελευθεριακούς, αλλά αυτοί οι χαρακτηρισμοί είναι τόσο παραπλανητικοί όσο και περιέργως αυτό-αναιρούμενοι, καθώς υποδηλώνουν ότι δεν υπάρχει τίποτα καινοτόμο στο Δρόμο προς τη Δουλεία, το Bureaucracy ή στο κλασικό έργο του Φρίντμαν, Καπιταλισμός και Ελευθερία.

Παρόλα αυτά, υπάρχει κάτι αξιοθαύμαστο σχετικά το νεοφιλελεύθερο σχέδιο, τουλάχιστον στα πρώιμα στάδιά του. Ήταν μια ξεχωριστή, πρωτοποριακή φιλοσοφία που προάχθηκε από ένα συνεκτικό δίκτυο στοχαστών και ακτιβιστών με ένα σαφές σχέδιο δράσης. Ήταν υπομονετικό και επίμονο. Ο Δρόμος προς τη Δουλεία έγινε η πορεία προς την εξουσία.

Ο θρίαμβος του νεοφιλελευθερισμού αντικατοπτρίζει επίσης την αποτυχία της αριστεράς. Όταν η οικονομία του laissez-faire οδήγησε στην καταστροφή του 1929, ο Κέυνς εφηύρε μια γενική θεωρία για να την αντικαταστήσει. Όταν κεϋνσιανή διαχείριση της ζήτησης απέτυχε τη δεκαετία του ’70, υπήρχε έτοιμη η εναλλακτική λύση. Αλλά όταν ο νεοφιλελευθερισμός κατέρρευσε το 2008 υπήρχε το … τίποτα. Γι ‘αυτό το ζόμπι περπατάει. Η αριστερά και το κέντρο δεν παρήγαγαν κανένα νέο γενικό πλαίσιο οικονομικής σκέψης για 80 χρόνια.

Κάθε επίκληση του Κυρίου Κέυνς είναι μια παραδοχή αποτυχίας. Το να προτείνουμε κεϋνσιανές λύσεις στις κρίσεις του 21ου αιώνα είναι σαν να αγνοούμε τρία προφανή προβλήματα. Είναι δύσκολο να κινητοποιήσουμε ανθρώπους γύρω από παλιές ιδέες, τα ελαττώματα που εκτέθηκαν τη δεκαετία του ’70 δεν έχουν εξαφανιστεί, και, το σημαντικότερο, δεν έχουν τίποτα να πουν για το σοβαρότερό μας πρόβλημα: την οικολογική κρίση. Ο κεϋνσιανισμός λειτουργεί με την τόνωση της ζήτησης των καταναλωτών για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης. Η καταναλωτική ζήτηση και η οικονομική ανάπτυξη είναι οι κινητήρες της καταστροφής του περιβάλλοντος.

Αυτό που μας δείχνει η ιστορία του κεϋνσιανισμού και του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι δεν είναι αρκετοί για να αντιταχθούν σε ένα χαλασμένο σύστημα. Πρέπει να προταθεί μια συνεκτική εναλλακτική λύση. Για τους Εργατικούς, τους Δημοκρατικούς και την ευρύτερη αριστερά, ο κεντρικός στόχος πρέπει να είναι η ανάπτυξη ενός οικονομικού προγράμματος Απόλλων, μια συνειδητή προσπάθεια να σχεδιαστεί ένα νέο σύστημα, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις του 21ου αιώνα.

George Monbiot

Πηγή: Νόστιμον Ήμαρ