Macro

Η γερμανική απορρύθμιση μέσω των mini-jobs

Τον Μάρτιο του 2003 ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ, ευαγγελιζόμενος την ανόρθωση της προβληματικής γερμανικής οικονομίας, εξήγγειλε ένα βαρύ πακέτο μεταρρυθμίσεων με το όνομα «Ατζέντα 2010», το οποίο περιείχε στον πυρήνα του, μεταξύ των άλλων, μια σημαντική μείωση των δημόσιων δαπανών και μια επώδυνη για τα συμφέροντα των εργαζομένων εργασιακή απορρύθμιση.

Ο κύριος στόχος των αλλαγών στα εργασιακά ήταν η μείωση του κράτους πρόνοιας και η δραστική ενίσχυση της θέσης των εργοδοτών έναντι αυτής των εργαζομένων: δραστική μείωση του επιδόματος ανεργίας και του χρόνου παροχής του, ελαστικοποίηση της προστασίας από απολύσεις στις μικρές επιχειρήσεις, αύξηση της συμμετοχής των ασφαλισμένων στην τιμή των φαρμάκων και περιορισμός της δυνατότητας πρόωρης συνταξιοδότησης

 

Αυτή η απορρύθμιση τείνει να γίνει κανόνας και, σε κάθε περίπτωση, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ δημιούργησε ένα εργασιακό πρότυπο το οποίο επιχειρεί να απαντήσει στην ανάγκη της Γερμανίας και άλλων μεγάλων οικονομιών της Δύσης να συμμετάσχουν στον πλανητικό ανταγωνισμό με την Κίνα και τις άλλες χώρες της Ανατολής, στις οποίες οι έννοια των εργασιακών δικαιωμάτων αποτελεί απλώς ένα σύντομο ανέκδοτο

 

Το επίσημο κάλεσμα από την καγκελάριο Μέρκελ, το 2015, προς τους πρόσφυγες από τη Συρία αποσκοπούσε στην «αιμοδότηση» του φθίνοντος εργατικού δυναμικού και των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία -όπως άλλωστε συνέβη με την κατανάλωση και τα φορολογικά έσοδα- υπέστησαν σοβαρή ζημία από την επέκταση της υποαμειβόμενης και ανασφάλιστης εργασίας

 

Η Γερμανία με την επανένωσή της υπέστη ένα ισχυρό σοκ. Το κόστος αυτής της διαδικασίας αποτυπώθηκε στη χαμηλή ανάπτυξη και την αύξηση της ανεργίας, η οποία προέκυψε τόσο από το «ξήλωμα» της τέως Ανατολικής Γερμανίας όσο και από την οικονομική επιβάρυνση της Δυτικής.

Τον Μάρτιο του 2003 ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ, ευαγγελιζόμενος την ανόρθωση της προβληματικής γερμανικής οικονομίας, εξήγγειλε ένα βαρύ πακέτο μεταρρυθμίσεων με το όνομα «Ατζέντα 2010», το οποίο περιείχε στον πυρήνα του, μεταξύ των άλλων, μια σημαντική μείωση των δημόσιων δαπανών και μια επώδυνη για τα συμφέροντα των εργαζομένων εργασιακή απορρύθμιση.

Ο κύριος στόχος των αλλαγών στα εργασιακά ήταν η μείωση του κράτους πρόνοιας και η δραστική ενίσχυση της θέσης των εργοδοτών έναντι αυτής των εργαζομένων: δραστική μείωση του επιδόματος ανεργίας και του χρόνου παροχής του, ελαστικοποίηση της προστασίας από απολύσεις στις μικρές επιχειρήσεις, αύξηση της συμμετοχής των ασφαλισμένων στην τιμή των φαρμάκων και περιορισμός της δυνατότητας πρόωρης συνταξιοδότησης.

Στο πλαίσιο της «Ατζέντας 2010» γεννήθηκε και ένας νέος «θεσμός», εμβληματικός της εργασιακής απορρύθμισης, οι αποκαλούμενες mini-jobs («θέσεις μικροεργασίας»), στις οποίες απορροφήθηκαν εργαζόμενοι στον τομέα των υπηρεσιών, που αμείβονται μέχρι και με 450 ευρώ τον μήνα, χωρίς φορολόγηση και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Ο επίσημος στόχος ήταν να ανακουφιστεί η ανεργία και να τονωθεί η παραγωγικότητα.

Το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν στο νέο αυτό εργασιακό καθεστώς, το οποίο λειτουργούσε παράλληλα με το καθεστώς της εργασίας ανέργων με αμοιβή ένα ευρώ την ώρα (για εργασία έως 30 ώρες την εβδομάδα επί έξι μήνες) να ενταχθούν περίπου 7,5 εκατομμύρια άνθρωποι, πολλοί εκ των οποίων φοιτητές και συνταξιούχοι. Οι συνέπειες συνοπτικά:

● Η δραστική πτώση των επίσημων ποσοστών ανεργίας, αφού ακόμα και όσοι εργάζονται για ένα ευρώ την ώρα δεν θεωρούνται άνεργοι.

● Η μεταφορά κονδυλίων από το ταμείο ανεργίας στο ταμείο επιδότησης των φτωχών υποαμειβόμενων εργαζομένων.

● Η δημιουργία θέσεων προσωρινής απασχόλησης για όσους ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.

● Το σπάσιμο πολλών θέσεων εργασίας σε θέσεις μερικής απασχόλησης.

● Η δραστική μείωση των εργοδοτικών εισφορών.

 

«Αθέμιτος ανταγωνισμός»

Σήμερα, στην εποχή της κρίσης, της διαρκούς επέκτασης της εργασιακής απορρύθμισης και της εξαγωγής του μοντέλου των mini-jobs σε άλλες χώρες όπως π.χ. η Ισπανία, προφανώς εντυπωσιαζόμαστε πολύ λιγότερο απ’ όσο την εποχή που ο Σρέντερ εφάρμοζε το δικό του εργασιακό «Μνημόνιο».

Ωστόσο αυτή η απορρύθμιση τείνει να γίνει κανόνας και, σε κάθε περίπτωση, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ δημιούργησε ένα εργασιακό πρότυπο το οποίο επιχειρεί να απαντήσει στην ανάγκη της Γερμανίας και άλλων μεγάλων οικονομιών της Δύσης να συμμετάσχουν στον πλανητικό ανταγωνισμό με την Κίνα και τις άλλες χώρες της Ανατολής, στις οποίες οι έννοια των εργασιακών δικαιωμάτων αποτελεί απλώς ένα σύντομο ανέκδοτο.

Η συζήτηση αυτή, για τη θέση της Γερμανίας και ολόκληρης της Ε.Ε. στον παγκόσμιο καταμερισμό, χρονικά συμπίπτει με την εμβληματική εργασιακή απορρύθμιση του Σρέντερ. Η απάντηση ήταν η κινεζοποίηση της εργασίας, η οποία ελάχιστα χρόνια αργότερα, με το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης, έχει γίνει ο «φάρος» των εργασιακών αλλαγών στην Ευρώπη.

Ωστόσο δεν έλειψαν οι αντιδράσεις σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες θεωρούν ότι η Γερμανία με τέτοιες ρυθμίσεις κοινωνικού ντάμπινγκ αποκτά ένα αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Χαρακτηριστική ήταν η καταγγελία του Βελγίου στην Κομισιόν το 2013, στην οποία αναφερόταν ότι η εργασία των 3 ή 4 ευρώ χωρίς καμία κοινωνική ασφάλιση και με ελαστική σχέση εργασίας αποτελεί αθέμιτη πρακτική έναντι του Βελγίου, όπου οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι παίρνουν τουλάχιστον 12-13 ευρώ την ώρα και όλοι υποχρεούνται να καταβάλλουν εργοδοτικές εισφορές.

Αντιδράσεις -οι οποίες όμως δεν έλαβαν τη μορφή της επίσημης καταγγελίας- σημειώθηκαν, κυρίως από εταιρείες που βλάπτονταν από αυτού του είδους τον ανταγωνισμό, και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και η Ολλανδία.

 

Οι συνέπειες

Η πρακτική της υποαμειβόμενης απασχόλησης καταγγέλθηκε κατ’ επανάληψη από την Αριστερά, τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους εντός της Γερμανίας με αφορμή την προσφυγή του Βελγίου. Χαρακτηριστική είναι η παρέμβαση του Thomas Haendel, ευρωβουλευτή της Linke, ο οποίος τόνιζε:

«Η καταγγελία είναι απόλυτα δικαιολογημένη και η Αριστερά έχει από καιρό επισημάνει ότι η Γερμανία είναι υπεύθυνη για dumping των μισθών στην Ευρώπη. Είναι πολύ άδικο, καθώς η Γερμανία έχει πλέον πολύ υψηλή παραγωγικότητα και ένα σημαντικό πλεονέκτημα μέσω των mini jobs».

Πάντως η διαμάχη αυτή δεν έβαλε κάποιο σημαντικό φρένο στην τακτική της πίεσης των αμοιβών, καθώς, παράλληλα με τη μισθολογική συμπίεση των Γερμανών εργαζομένων και τη μεταβολή εκατομμυρίων σε νεόπτωχους (περίπου το 30% των εργαζομένων λάμβαναν λιγότερα από 8,5 ευρώ την ώρα, ποσό που αντιστοιχεί στο κατώτατο όριο της φτώχειας κατά τον ΟΟΣΑ), αφού το 2015, ύστερα από παρότρυνση των μεγάλων γερμανικών -και αυστριακών- βιομηχανιών και επιχειρήσεων, κατεγράφη το επίσημο κάλεσμα από την καγκελάριο Μέρκελ προς τους πρόσφυγες από τη Συρία.

Η πρακτική αυτή, η οποία έφερε σε πολύ δύσκολη θέση και την Ελλάδα, η οποία ακόμη ζει τις παρενέργειες της γερμανικής πολιτικής στο μεταναστευτικό / προσφυγικό, αποσκοπούσε στην «αιμοδότηση» του φθίνοντος εργατικού δυναμικού και των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία -όπως άλλωστε συνέβη με την κατανάλωση και τα φορολογικά έσοδα- υπέστησαν επίσης ένα σοκ από την επέκταση της υποαμειβόμενης και ανασφάλιστης εργασίας.

Οι συνέπειες της εργασιακής απορρύθμισης του Σρέντερ είναι, συνεπώς, πάντα παρούσες…

 

Επιμέλεια: Στ.Χ.

 

ΠΗΓΕΣ:

1. «Το γερμανικό μοντέλο απασχόλησης των mini-jobs», Financial Times, μεταφρασμένο από το Euro2day, 6.10.2015.

2. «Το μεγάλο κόλπο με τα mini-jobs και τα 1euro jobs», Βάλια Μπαζού, «Το Ποντίκι», 2.7.2013.

3. «Η Γερμανία των «Mini Jobs» και του ανύπαρκτου ελάχιστου μισθού», TVXS, 10.4.2013.

Πηγή: Η Αυγή