Macro

Διαπραγματεύσεις 100 χρόνια πριν

100 χρόνια πριν η Ρώσικη επανάσταση συγκλόνισε τον κόσμο. Ο πόλεμος όμως μαινόταν, το μέτωπο είχε καταρρεύσει και η νέα κυβέρνηση βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα: συνέχιση του πολέμου χωρίς ελπίδα ή ταπεινωτική συνθηκολόγηση;

Μεταξύ των μπολσεβίκων υπήρχαν τρεις γραμμές: η πλειοψηφική (32 ψήφοι), που ήταν υπέρ της συνέχισης του πολέμου, η ενδιάμεση θέση του Τρότσκυ (16 ψήφοι), κατά του πολέμου αλλά και κατά των διαπραγματεύσεων με τους ιμπεριαλιστές, και η άποψη του Λένιν, που ήταν υπέρ της ειρήνης (15 ψήφοι). Οι μπολσεβίκοι πριν καταλάβουν την εξουσία ζητούσαν ειρήνη χωρίς παραχωρήσεις ή αποζημιώσεις. Στην αρχή της μετεπαναστατικής περιόδου επικράτησε η άποψη του Τρότσκυ: «ούτε πόλεμο να κάνουμε, ούτε να υπογράψουμε ειρήνη»! Το σκεπτικό ήταν ότι, αν οι Γερμανοί έκαναν επίθεση, θα σημειωνόταν επαναστατική έκρηξη και από τις δύο πλευρές του μετώπου!

Η άποψη του Λένιν ήταν πως «η ειρήνη που μας προσφέρουν είναι ατιμωτική, αλλά, αν την απορρίψουμε, θα χάσουμε την εξουσία και την ειρήνη θα την υπογράψει μια άλλη κυβέρνηση». Θεωρούσε πως το να συνάψουν ειρήνη υποκύπτοντας σε υπέρτερη δύναμη δεν είναι προδοσία του προλεταριακού διεθνισμού. Ο Τρότσκυ του αντέτεινε πως πρέπει να τραβήξουν τις διαπραγματεύσεις σε μάκρος, μήπως και εξεγερθεί η γερμανική εργατική τάξη και ο εξαντλημένος γερμανικός στρατός. Ο Λένιν του απαντούσε πως «αυτό είναι δελεαστικό, αλλά πολύ επικίνδυνο». Όταν δε ο Τρότσκυ του έλεγε πως, αν υπογράψουν άμεσα, θα διασπαστεί η αριστερή πτέρυγα του κόμματος, ο Λένιν απαντούσε πως δεν είναι σίγουρο, πως μπορεί να επιστρέψουν αργότερα και πως, σε τελική ανάλυση, «αν οι Γερμανοί μας συντρίψουν, δεν υπάρχει επιστροφή για κανένα μας», «ο επαναστατικός πόλεμος δεν πρέπει να είναι κούφια φράση. Αν δεν είμαστε προετοιμασμένοι, πρέπει να υπογράψουμε ειρήνη».

Ο χρόνος περνούσε και η εξωτερική κατάσταση επιδεινωνόταν. Ο Λένιν με άρθρο του στις 23 Φεβρουαρίου 1918 έγραψε: «Ας το ξέρουν όλοι: όποιος είναι ενάντια στην άμεση σύναψη ειρήνης, έστω και με τους πιο βαρείς όρους, χαντακώνει τη σοβιετική εξουσία». Θεωρούσε πως έπρεπε να σώσουν την επανάσταση και να κερδίσουν χρόνο, ώστε να ανασυνταχθούν. Τελικά οι προβλέψεις/επιθυμίες του Τρότσκυ δεν επαληθεύτηκαν και η σοβιετική ηγεσία σύρθηκε σε διαπραγματεύσεις, ενώ ύστερα από γερμανικό τελεσίγραφο υπέγραψε την «ταπεινωτική» συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Η νέα κυβέρνηση παραχωρούσε σημαντικό μέρος της εδαφικής επικράτειας, γεγονός που σήμαινε την άμεση απώλεια του 40% του βιομηχανικού προλεταριάτου, του 45% της παραγωγής πετρελαίου, του 90% της παραγωγής ζάχαρης, του 64-70% της βιομηχανίας μετάλλου και του 55% του σιταριού.

Οι επικριτές του Λένιν σημείωναν πως η συνθήκη ήταν «επαχθής», πως η σοβιετική εξουσία είχε γίνει πλέον τυπική και πως έκαναν ζημιά στα συμφέροντα του παγκόσμιου προλεταριάτου. Σε αυτές τις αιτιάσεις ο Λένιν απαντούσε ότι «οι κομμουνιστές της συμφοράς» δεν καταλαβαίνουν πως πιο επονείδιστη από αυτή την ειρήνη θα ήταν η «επονείδιστη απελπισία» της παραμονής του ίδιου καθεστώτος και πως η θυσία της σοβιετικής εξουσίας θα μείωνε τις πιθανότητες της νίκης του προλεταριάτου σε άλλες χώρες αντί να τις αυξάνει. Επ’ αυτού ο Βικτόρ Σερζ διατυπώνει την εξής άποψη: «Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε υπάρξει μια επιτυχημένη προλεταριακή επανάσταση. Κάποιοι από τους καλύτερους επαναστάτες είχαν τώρα την τάση να συνεχίσουν την παράδοση των ηρωικών προλεταριακών ηττών μέσω μιας αυτοθυσίας, η αξία της οποίας για το μέλλον μπορούμε να καταλάβουμε πόσο τους εντυπωσίαζε. Όμως, ήταν ένα από τα μεγάλα χαρίσματα του Λένιν που επέμενε ότι πρέπει να σπάσουμε αυτή την παράδοση».

Η σοβιετική εξουσία εκμεταλλεύτηκε το χρόνο που κέρδισε και εν μέσω εμφυλίου πολέμου και εξωτερικών πιέσεων κατάφερε να σταθεροποιηθεί. Ένα χρόνο μετά, όταν έληξε ο Παγκόσμιος Πόλεμος με ήττα των αυτοκρατοριών της Κεντρικής Ευρώπης, τη θέση των Γερμανών πήραν οι Αγγλογάλλοι. Στις 4 Φεβρουαρίου 1919, η σοβιετική κυβέρνηση τους ενημέρωσε ότι ήταν έτοιμη να διαπραγματευτεί μαζί τους, αποδεχόμενη την αποπληρωμή των δανείων που είχε συνάψει μαζί τους, την παραχώρηση προνομίων σε πλουτοπαραγωγικές περιοχές, καθώς και την ενδεχόμενη παραχώρηση μέρους της επικράτειας. Οι Αγγλογάλλοι όμως πίστευαν ότι μπορούσαν ακόμα να τους ανατρέψουν…

Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο