Συνεντεύξεις

Δεν αρκεί απλά μια κυβερνητική αλλαγή, απαιτείται αλλαγή πολιτικής -Συνέντευξη με την Νταγκμαρ Ένκελμαν, Πρόεδρο του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ

Την Πέμπτη 20 Απριλίου το παράρτημα του ιδρύματος «Ρόζα Λούξεμπουργκ» στην Ελλάδα πραγματοποίησε εκδήλωση σχετικά με τις επερχόμενες γερμανικές προεδρικές εκλογές, τις προσδοκίες που δημιούργησε η υποψηφιότητα Σουλτς, τα όριά της και τις πιθανότητες ουσιαστικής μεταβολής της ασκούμενης γερμανικής πολιτικής. Στη συζήτηση αυτή συμμετείχε η Ντάγκμαρ Ένκελμαν, ο Άλεξ Τρόοστ αντιπρόεδρος του Ντι Λίνκε και ο Χρήστος Κατσιούλης, διευθυντής του ιδρύματος «Φρίντριχ Έμπερτ» στην Ελλάδα.

Τη συνέντευξη πήρε ο Πέτρος Κοντές

Φαίνεται ότι οι Χριστιανοδημοκράτες της Άνγκελας Μέρκελ παίρνουν ξανά το προβάδισμα μετά το πρώτο ξέσπασμα του Μάρτιν Σουλτς, υποψηφίου των Σοσιαλδημοκρατών για την Καγκελαρία. Έχει μετατοπιστεί η πολιτική ατζέντα ή ο κ. Σουλτς έφτασε στα όριά του;
Η αλήθεια είναι ότι τα ποσοστά του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) εμφανίζουν το τελευταίο διάστημα κάποιες διακυμάνσεις. Στην αρχή υπήρξε μια ραγδαία άνοδος, λόγω της υποψηφιότητας του Μάρτιν Σουλτς για το αξίωμα του Καγκελαρίου, και τώρα έχουν κατά κάποιον τρόπο σταθεροποιηθεί γύρω στο 30%, χωρίς να είναι βέβαιο πόση διάρκεια θα έχει αυτό. Έχουμε να κάνουμε με μια περίοδο στην οποία οι τωρινοί αλλά και παλαιότεροι ψηφοφόροι του SPD προσδοκούν μια αλλαγή του κόμματος. Οι προσδοκίες αυτές αρχικά εκτινάχθηκαν επειδή ο Σουλτς δεν ήταν κομμάτι της εσωτερικής πολιτικής σκηνής, ερχόταν από μια μεγάλη θητεία από το ευρωκοινοβούλιο. Ξεχνούν, όμως, ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα ο Μάρτιν Σουλτς ήταν μέλος του προεδρείου του SPD, υποστηρίζοντας όλες τις πολιτικές του κόμματος, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών λιτότητας που προωθούνται στην ΕΕ, στις οποίες δεν εναντιώθηκε. Άρα, λοιπόν, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πώς θα εξελιχθεί μακροπρόθεσμα αυτή η κατάσταση με δεδομένο ότι λείπει τελικά η ουσία
Ο Σουλτς κατάφερε να οδηγήσει σ’ αυτή τη μεγάλη αύξηση των ποσοστών του κόμματός του με την αξίωση περισσότερης κοινωνικής δικαιοσύνης, ενός αιτήματος που αποτελεί θεμέλιο της σοσιαλδημοκρατίας που όμως για πολλά χρόνια έχει παραμεληθεί. Η υπόσχεση αυτή μένει να μετουσιωθεί σε αλλαγές σε όλα τα επίπεδα του κόμματος, γιατί δεν αρκεί μόνο η αλλαγή προσώπου και ηγεσίας. Θα πρέπει και στην πράξη, στο πρόγραμμα του κόμματος να υπάρξει μια ουσιαστική αλλαγή για να θεωρήσει κανείς ότι θα σταθεροποιηθεί στο 30%, ένα ποσοστό που είχε η σοσιαλδημοκρατία πριν από δέκα χρόνια.

Άρα μέχρι στιγμής μια ουσιαστική πολιτική διαφοροποίηση από τους Χριστιανοδημοκράτες δεν έχει τεκμηριωθεί;
Προς το παρόν παραμένει μόνο μια ρητορική, και αν συνεχίσει έτσι, είναι βέβαιο ότι θα ξεφουσκώσει γρήγορα. Υπάρχει γενικότερα η προσδοκία ότι δεν θα παραμείνει μόνο στα λόγια. Υπάρχουν μεγάλες πιέσεις απ’ όσους πρόσφατα έγιναν μέλη του κόμματος, και περιμένουν ασκώντας πιέσεις, ώστε το κόμμα να επιστρέψει στις ρίζες του, στις βασικές του αξίες που είναι η κοινωνική δικαιοσύνη και μια ειρηνική εξωτερική πολιτική Ως αριστερή απόλυτα συνειδητά λέω ότι δεν αρκεί μια αλλαγή στην κυβέρνηση, αλλά μια αλλαγή πολιτικής. Αν θέλει το SPD να πετύχει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να ισχυροποιηθεί, ώστε να μην εξαρτάται από τους Χριστιανοδημοκράτες, να είναι αυτόνομοι. Οι δυνατότητες υπάρχουνε, κατά πόσο θα τις εκμεταλλευτεί μένει να το δούμε.

Απαιτούνται διαφορετικές κυβερνητικές πλειοψηφίες

Σε μια ενδεχόμενη εκλογή του Σουλτς θα υπάρχει κάποια μεταβολή στην οικονομική πολιτική της Γερμανίας, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Υπάρχει η ευκαιρία για μια κυβερνητική αλλαγή που θα μεταφραστεί σε αλλαγή πολιτικής, εφόσον δημιουργηθούν διαφορετικές πλειοψηφίες. Η πολιτική αλλαγή που χρειαζόμαστε θα μπορούσε να υπάρξει, αν σχηματιστεί μια κυβέρνηση που θα περιλαμβάνει το SPD, το Ντι Λίνκε και τους Πρασίνους. Αυτό με τη σειρά του, βεβαίως, θα μπορούσε να επιφέρει και μια αλλαγή στην ευρωπαϊκή πολιτική. Θα πρέπει, δηλαδή, να αναλογιστεί κανείς πάνω στις πολιτικές της λιτότητας, κατά πόσο τελικά οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα οδήγησαν στο επιθυμητό αποτέλεσμα και τι συμβαίνει σήμερα, και βάση αυτού του προβληματισμού να γίνει μια μεταστροφή, να σχηματιστούν νέες πλειοψηφίες για μια περισσότερο κοινωνική και αλληλέγγυα Ευρώπη. Και στη Γερμανία η ψαλίδα μεταξύ πλουσίων και φτωχών μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο. Ο πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια όλο και λιγότερων ανθρώπων. Από την άλλη πλευρά οι άνθρωποι που δεν μπορούνε να εξασφαλίσουν τα προς το ζην αυξάνονται. Για ν’ αλλάξει αυτή η κατάσταση χρειάζεται μια αλλαγή της οικονομικής πολιτικής, που κυρίως θα αφορά μια αλλαγή του φορολογικού συστήματος, έτσι ώστε να καταβάλλουν περισσότερους φόρους οι πιο εύποροι. Επίσης χρειάζεται μια οικονομική πολιτική μέσω της οποίας οι μεγάλες επιχειρήσεις θα συμβάλλουν περισσότερο στον προϋπολογισμό, έτσι ώστε να χρηματοδοτούνται παροχές για όλους.

Αυτές είναι και οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες θα συμμετάσχει και το Ντι Λίνκε σε μια κυβέρνηση συνεργασίας μετά τις εκλογές;
Θα πρέπει να είναι ορατή μια αλλαγή πολιτικής, αυτό είναι μια βασική προϋπόθεση για το Ντι Λίνκε προκειμένου να συμμετάσχει σε ένα τέτοιο σχήμα. Για να γίνει αυτό θα πρέπει όλοι να κινητοποιηθούν και να αναλάβουν κάποιες πρωτοβουλίες.

Απασχολεί το ελληνικό ζήτημα τον προεκλογικό διάλογο στη Γερμανία; Πώς τον επηρεάζει;
Διαδραματίζει σίγουρα ρόλο αλλά, όχι κεντρικό. Εντάσσεται σε ένα ευρύτερο ερώτημα, τη θεματολογία σχετικά με την Ευρώπη που θέλουμε. Αυτός ο προβληματισμός περιλαμβάνει περισσότερα κράτη μέλη μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Κεντρικό ρόλο θα παίξει το ζήτημα της Ευρώπης, επομένως, μέσα στο οποίο υπάρχει ρόλος και για την Ελλάδα.

Πηγή: Η Εποχή