Νίκος Δασκαλόπουλος

09
01

Η μοναξιά του νεοφιλελευθερισμού είναι επίθεση στις σχέσεις μας

Τόσο η μοναξιά όσο και η μοναχικότητα (που δεν είναι το ίδιο, αλλά συχνά είναι δύσκολο να διαχωριστούν ακόμα και γλωσσικά), δεν είναι μονόλιθοι, είναι σύνθετες πολυπαραγοντικές συνθήκες. Το ίδιο και η κατάθλιψη, η αυτοκτονία, για τα οποία δεν έχουμε ολικές απαντήσεις ούτε από την κοινωνιολογία, ούτε καν από τις νευροεπιστήμες ή την νευροκοινωνιολογία, και ούτε συνδέονται από μια ευθεία γραμμή, επειδή χωρούν τακτοποιημένα σε μια παράγραφο. Ωστόσο, μπορεί κανείς να δει τόσο τους επιμέρους επικαθορισμούς, τα δίπολα και διπλά δεσμά τους, όσο και την ιδρυματοποιημένη ύφανση και κειμενικότητά τους, εγγεγραμμένη στους κανόνες λειτουργικότητας του νεοφιλελευθερισμού. Ο τελευταίος χτυπάει ακαριαία στις σχέσεις του ανθρώπου με τον κόσμο, in toto. Αντίστοιχη στόχευση είχε πάντα, βέβαια, και ο καπιταλισμός από την αρχή, αλίμονο, είναι κατάσταση που παράγει και αναπαράγει. Ωστόσο, στο νεοφιλελευθερισμό αυτό βρίσκει το άκρο του, αφού ο νεοφιλελευθερισμός πρέπει να νοηθεί ως η απόλυτη αυτοσυντήρηση του κεφαλαίου, μασκαραμένη σε μια σχέση όπου το κεφάλαιο συγχαίρει τον εαυτό του. Η επιτυχία του είναι το μη αναγώγιμο άτομο, αντι-πλανητικό και στατικό, που βρίσκεται μόνο στην οικογένεια και μόνο σε ένα μοντέλο της. Η Θάτσερ μάς έδειξε τα επινοήματα αυτά σε πλήρη διαφάνεια και διαύγεια.
04
08

Bullying: Αφη­ρη­μέ­νη ε­δα­φι­κο­ποίη­ση με στέ­ρεα θύ­μα­τα

Γυ­ρί­ζο­ντας πί­σω στα δι­κά μου σχο­λι­κά χρό­νια, ό­χι εν εί­δει αυ­το­βιω­μα­τι­κό­τη­τας, αλ­λά αυ­το­α­νά­λυ­σης και α­να­συ­γκρό­τη­σης των γνω­σια­κών σχη­μά­των και με­τα-α­φη­γη­μά­των, θυ­μά­μαι ό­χι μό­νο τα πε­ρι­στα­τι­κά εκ­φο­βι­σμού με­τα­ξύ μα­θη­τών, αλ­λά κι αυ­τά με­τα­ξύ κα­θη­γη­τών που νο­μι­μο­ποιού­σαν τα πρώ­τα. Θυ­μά­μαι την κα­θη­γή­τρια Φυ­σι­κής με τη ρευ­στή ε­πι­τέ­λε­ση φύ­λου, τις μυ­θο­λο­γίες που κα­τα­σκεύα­ζαν οι μα­θη­τές για το αν εί­ναι γυ­ναί­κα ή ά­ντρας ή ου­δέ­τε­ρο (!) και το γε­γο­νός ό­τι οι υ­πό­λοι­ποι κα­θη­γη­τές, συ­χνά, συμ­με­τεί­χαν σε αυ­τές τις κα­τα­σκευές και στε­ρε­ο­ποιού­σαν το ρευ­στό. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά α­να­κα­λώ στη μνή­μη, έ­ναν άλ­λο κα­θη­γη­τή Φυ­σι­κής ο ο­ποίος ι­σχυ­ρι­ζό­ταν ό­τι δεν εί­ναι δυ­να­τόν να ξέ­ρει α­πό Φυ­σι­κή η «α­φύ­σι­κη». Και ο κα­θη­γη­τής της Ιστο­ρίας, ό­μως, ε­νίο­τε ό­ταν κά­ποια φρά­ση του την ώ­ρα της πα­ρά­δο­σης «χτύ­πα­γε»μια ψη­λή ο­κτά­βα, εί­τε γε­λού­σε αυ­το­σαρ­κα­στι­κά (α­μυ­ντι­κά) μα­ζί με τους μα­θη­τές που γε­λού­σαν, εί­τε ξε­ρό­βη­χε για να δώ­σει το σύν­θη­μα της προ­σπά­θειας να κα­τε­βά­σει τη φω­νή, να ξε­κι­νή­σει η κου­ρα­στι­κή δια­δι­κα­σία μιας πιο αρ­ρε­νω­πής ο­μι­λι­τι­κής πρά­ξης. Πώς και πού πρέ­πει να α­να­ζη­τη­θεί μια αλ­λα­γή του σκη­νι­κού; Σί­γου­ρα, δεν πρέ­πει να εί­ναι κα­νείς α­ντί­θε­τος στην πα­ρου­σία ψυ­χο­λό­γων στα σχο­λεία, δεν έ­χει α­πε­νο­χο­ποιη­θεί πλή­ρως α­κό­μα στη χώ­ρα ού­τε η ψυ­χο­λο­γι­κή βοή­θεια εν γέ­νει, ού­τε η ψυ­χα­νά­λυ­ση, και τα πε­ρισ­σό­τε­ρα σχο­λεία δεν δια­θέ­τουν καν τέ­τοιους ε­παγ­γελ­μα­τίες, α­κό­μα και στην Αθή­να. Ωστό­σο, για­τί να μεί­νει κά­ποιος μό­νο ε­κεί; Για­τί να φτά­σου­με α­πευ­θείας στο ση­μείο που ε­ξε­τά­ζε­ται η ε­ξω­τε­ρι­κό­τη­τα που έ­χει ε­σω­τε­ρι­κευ­θεί, για­τί να γυ­ρί­σου­με την κρι­τι­κή πί­σω στο ά­το­μο, πριν καν α­να­ζη­τή­σου­με λί­γο φως στο ί­διο το κοι­νω­νι­κό, στη συ­γκρό­τη­ση των υ­πο­κει­μέ­νων, στην ί­δια τη σχο­λι­κή μι­κρο-κοι­νω­νία και στη δια­λε­κτι­κή της με τη μα­κρο-κοι­νω­νία.