Συνεντεύξεις

Αννέτα Καββαδία: Η κυβέρνηση δεν πρέπει και δεν μπορεί να πάρει άλλα μέτρα

Τη συνέντευξη πήρε η Ιωάννα Δρόσου

Η απόφαση της κυβέρνησης να δώσει εφάπαξ 13η σύνταξη και να αναστείλει την εφαρμογή του ΦΠΑ στα νησιά που πλήττονται από την προσφυγική κρίση, προκάλεσε τριγμούς στις σχέσεις με τους εταίρους. Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης φαίνεται πως μεταφέρεται στο άμεσο μέλλον. Η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε ένα νέο εκβιασμό;

Έχουμε τηρήσει τη συμφωνία μας με τους εταίρους στο ακέραιο, με πολύ μεγάλη αιμορραγία της ελληνικής κοινωνίας. Συνεπώς, είναι απόλυτο δικαίωμά μας το πώς θα μοιράσουμε το πλεόνασμα των κρατικών εσόδων του 2016. Και για μια κυβέρνηση της Αριστεράς, η επιλογή να ενισχυθούν οι περισσότερο αδύναμοι, είναι αυτονόητη. Όσοι από τους έξω (και τους μέσα) αντιδρούν, το κάνουν γιατί -δέσμιοι της νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας τους- αισθάνονται αλλεργία με ο,τιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί φιλολαϊκό. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως η συμβολική και ουσιαστική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, βρήκε υποστηρικτές και διέσπασε -έστω σε μικρό βαθμό- το μέχρι χθες συμπαγές συντηρητικό ευρωπαϊκό μέτωπο, θυμίζοντας πως είναι εφικτό η Ευρωπαϊκή Ένωση να επιλέξει και άλλες πολιτικές, ότι τίποτα δεν είναι μονόδρομος. Αυτό κυρίως ενοχλεί τους συγκεκριμένους κύκλους και όχι η κυβερνητική απόφαση, αυτή καθαυτή. Πιστεύω, ωστόσο, πως οι κύκλοι αυτοί θα επιχειρούσαν, ούτως ή άλλως, να παρεμποδίσουν την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, βρίσκοντας κάποιο άλλο πρόσχημα. Η εκλογή του Τραμπ επιφέρει αναδιατάξεις στο διεθνές σκηνικό και οι οικονομικές ελίτ θέλουν να κερδίσουν χρόνο, περιμένοντας να αποκρυσταλλωθεί περισσότερο η νέα κατάσταση. Δεν πρόκειται δηλαδή ακριβώς για εκβιασμό, πρόκειται περισσότερο για την αδυναμία και το αδιέξοδο των υφεσιακών πολιτικών της λιτότητας που ακολουθήθηκε όλα αυτά τα χρόνια. Το Brexit, το εκλογικό αποτελέσμα στις ΗΠΑ, το δημοψήφισμα της Ιταλίας, η καλοδεχούμενη αλλά όχι καθησυχαστική ήττα της ακροδεξιάς στην Αυστρία, δείχνουν ότι η υποβόσκουσα οργή φουντώνει όλο και περισσότερο και κινδυνεύει να γίνει απρόβλεπτη. Οι συντηρητικοί κύκλοι, ανήσυχοι και αμήχανοι, δέσμιοι του συντηρητισμού τους, κωλυσιεργούν, κάτι το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με τα δικά μας συμφέροντα. Άρα, από την πλευρά μας, απαιτείται ψυχραιμία, αποφασιστικότητα και επιμονή στη διεκδίκηση της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, χωρίς φυσικά την αποδοχή άλλων μνημονιακών μέτρων, πέραν των ήδη συμφωνηθέντων. Η κυβέρνηση δεν πρέπει και δεν μπορεί να πάρει άλλα μέτρα.

Η αξιωματική αντιπολίτευση ταυτίστηκε με τον κ. Σόιμπλε, ψηφίζοντας παρών στη 13η σύνταξη. Πώς κρίνεις την πολιτική στάση της Νέας Δημοκρατίας κατά τη διαπραγμάτευση;

Θα έπρεπε, τουλάχιστον στο βοήθημα προς τους χαμηλοσυνταξιούχους καθώς και στα εργασιακά, να είχαμε -στην αντιπαράθεση με τους ξένους- τη στήριξη και των άλλων ελληνικών κομμάτων. Φυσικά, η ηγεσία της ΝΔ αποδεικνύεται για άλλη μια φορά απογοητευτική, κατώτερη των περιστάσεων, πιστή ακόλουθος των νεοφιλελεύθερων ιδεών του κυρίου Σόιμπλε, στον οποίο επιμένει να δίνει διαπιστευτήρια. Παράλληλα, δέσμια του παλαιού κατεστημένου που συνεχώς χάνει τα ερείσματά του, φαντασιώνεται πανικόβλητη εκλογές για να τελειώνει με την «αριστερή παρένθεση». Δυστυχώς για αυτούς, η στάση τους είναι αποκαλυπτική στα μάτια του κόσμου, αναφορικά με το τι πολιτικές θα ακολουθήσουν, αν αναλάβουν την εξουσία. Αλλά ούτε αυτό είναι ικανοί να διαχειριστούν. Όπως λέει και η λαϊκή σοφία, «ο έρωτας και ο βήχας δεν κρύβονται». Και ο κ. Μητσοτάκης είναι φανερά «ερωτευμένος» με τα γερμανικά συμφέροντα.

Ο αυταρχισμός του Ερντογάν κλιμακώνεται. Έχεις πάρει θέση απέναντι στις μαζικές φυλακίσεις και τους βασανισμούς όσων δεν συμφωνούν με το καθεστώς. Ποια πρέπει να είναι η θέση της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης;

Απαιτείται μια λεπτή ισορροπία στις σχέσεις της Ευρώπης αλλά και της Ελλάδας με τη γείτονα. Οφείλουμε να πιέζουμε για την επαναφορά μιας δημοκρατικής κανονικότητας στο εσωτερικό της Τουρκίας και, ταυτοχρόνως, να μην κλείνουμε εντελώς τις πόρτες γιατί για πολλούς Τούρκους δημοκράτες αποτελούμε τη μοναδική τους ασπίδα προστασίας. Συνεπώς, επιμένουμε στις απολύτως βάσιμες καταγγελίες μας, επιδιώκοντας να λειτουργούμε ως μοχλός πίεσης.

Οι σεξιστικές επιθέσεις εναντίον γυναικών πολιτικών εντάθηκαν μετά την υπουργοποίηση της Αχτσίογλου και το διορισμό της Νοτοπούλου. Πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η υποτίμηση των γυναικών;

Οι επιθέσεις εναντίον των δυο συντροφισσών ήταν χυδαίες και ξεπέρασαν κάθε όριο. Δυστυχώς, η δημοσιογραφική κοινότητα δεν έχει υψώσει τους κατάλληλους φραγμούς, που θα απομόνωναν αυτές τις κίτρινες, σεξιστικές φωνές που απευθύνονται στα χαμηλότερα ένστικτα μερίδας του αναγνωστικού κοινού. Βεβαίως, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Οι φωνές που επιτέθηκαν με τόσο ανήθικο και ανυπόστατο τρόπο στις συντρόφισσες, είναι οι ίδιες φωνές που όλον αυτό τον καιρό προβάλλουν τις φασιστικές και ρατσιστικές ιδέες. Με τρομάζει, πάντως, η εκκωφαντική σιωπή κάποιων άλλων, κατά τα άλλα λαλίστατων, «εκφραστών της κοινής γνώμης». Πρέπει να υπάρξουν πρωτοβουλίες για να δημιουργηθεί ένα ισχυρό μέτωπο απέναντι σε τέτοιες καταστάσεις.

Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο σύνδεσμος του κόμματος με τη βουλή και επομένως την κυβέρνηση. Σε ποιο βαθμό μπορούν να επηρεάσουν θετικά την κυβερνητική πολιτική; Πώς θα διασφαλιστεί η σύνδεση του κόσμου με τον ΣΥΡΙΖΑ;

Το πρόσφατο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ υπογράμμισε αυτήν ακριβώς την αναγκαιότητα διασύνδεσης κόμματος και κυβέρνησης. Οι βουλευτές/τριες, είμαστε απολύτως διαθέσιμοι/ες να αναλάβουμε έναν τέτοιο συνδετικό ρόλο, κάνοντας ταυτοχρόνως την κριτική και την αυτοκριτική μας γιατί, κάτι τέτοιο, δεν έχει προχωρήσει επαρκώς. Είναι αλήθεια πως κάποια δείγματα υπήρξαν τον τελευταίο μήνα αλλά δεν αρκούν. Θέλω να πιστεύω ότι με την πίεση και την εγρήγορση όλων μας -κυβερνώντων, βουλευτών, τμημάτων του κόμματος και κάθε μέλους ξεχωριστά- τα βήματα, το 2017, θα είναι πιο ουσιαστικά. Και για να είμαστε στο πνεύμα των ημερών, ας ευχηθούμε έναν πιο «ζωντανό» ΣΥΡΙΖΑ την καινούρια χρονιά.

Πηγή: Η Εποχή