Macro

Αλαίν Μπαντιού: Στοχασμοί για την πρόσφατη εκλογή Τραμπ

Σκεφτόμουν τη γαλλική ποίηση, όπως τη συναντάμε σε ένα έργο του Ρακίνα. Είναι μια πανέμορφη φράση. Στα γαλλικά: “C’était pendant lhorreur dune pro­fonde nuit.” Στα ελληνικά: «Ήταν μέσα στη φρίκη μιας βαθιάς νύχτας». Ίσως ο Ρακίνας να είχε κατά νου την εκλογή του Τραμπ. Ήταν μέσα στη φρίκη μιας βαθιάς νύχτας. Κι έτσι, ήταν κάπως σαν υποχρέωση για μένα να μιλήσω, να συζητήσω, αυτό το συμβάν, με την αρνητική έννοια, γιατί μου είναι αδύνατο να βρίσκομαι εδώ μπροστά σας και να μιλήσω για κάτι πολύ ενδιαφέρον με ακαδημαϊκούς όρους. Νομίζω πως είναι αναγκαίο να σκεφτούμε, να συζητήσουμε, αυτό που συνέβη μέσα στη φρίκη της βαθιάς νύχτας, μόλις χτες. Ξέρετε, για μένα, αλλά νομίζω για πολλούς ανθρώπους, ήταν, κατά μία έννοια, έκπληξη. Και βρισκόμαστε συχνά, σ’ αυτού του είδους τις εκπλήξεις, υπό το κράτος του νόμου των συναισθημάτων: φόβος, κατάθλιψη, θυμός, πανικός και τα λοιπά. Γνωρίζουμε όμως ότι φιλοσοφικά, όλα αυτά τα συναισθήματα δεν συνιστούν καλή αντίδραση, διότι με μιαν έννοια υπάρχει υπερβολικά πολύ συναίσθημα απέναντι στον εχθρό. Κι έτσι, σκέφτηκα πως είναι αναγκαίο να σκεφτούμε πέρα από το συναίσθημα, πέρα απ’ το φόβο, την κατάθλιψη και τα λοιπά – να σκεφτούμε τη σημερινή κατάσταση, την κατάσταση του κόσμου σήμερα, όπου κάτι σαν κι αυτό είναι πιθανό, κάποιος σαν τον Τραμπ μπορεί να γίνει πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Κι έτσι, σκοπός μου απόψε είναι να παρουσιάσω, όχι ακριβώς μια ερμηνεία, αλλά κάτι σαν διασαφήνιση της δυνατότητας ενός τέτοιου πράγματος, και επίσης κάποιες υποδείξεις, που πρέπει να μπουν σε συζήτηση, σχετικά με το τι πρέπει να κάνουμε μετά από αυτό· τι πρέπει να κάνουμε, κι αυτό δεν είναι ακριβώς υπό το κράτος του νόμου των συναισθημάτων, ή των αρνητικών συναισθημάτων, αλλά στο επίπεδο της σκέψης, της δράσης, της πολιτικής στάσης και τα λοιπά.

Έτσι λοιπόν, ξεκινώ με μια πολύ γενική θεώρηση, όχι της κατάστασης των Ηνωμένων Πολιτειών σήμερα, αλλά της κατάστασης του κόσμου σήμερα. Τι είναι ο σημερινός κόσμος, όπου τέτοιου είδους συμβάντα είναι δυνατά; Και σκέφτομαι πως το σημαντικότερο σημείο αφετηρίας είναι η ιστορική νίκη του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτό το γεγονός. Από μια άποψη, από τη δεκαετία του ’80 του προηγούμενου αιώνα μέχρι σήμερα, δηλαδή για σαράντα χρόνια, σχεδόν μισό αιώνα, ζούμε την ιστορική νίκη του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού για πολλούς λόγους. Πρώτος, φυσικά, η πλήρης αποτυχία των σοσιαλιστικών κρατών –της Ρωσίας και της Κίνας– και γενικότερα η αποτυχία του κολεκτιβιστικού οράματος για την οικονομία και τους κοινωνικούς νόμους των κρατών. Και, αυτό το σημείο δεν είναι ασήμαντο. Αυτό το σημείο συνιστά μια πραγματική αλλαγή όχι μόνο  στην αντικειμενική κατάσταση του κόσμου σήμερα, αλλά ίσως και στο επίπεδο της υποκειμενικότητας. Για πάνω από δύο αιώνες, υπήρξαν στην κοινή γνώμη πάντα δύο τρόποι αναφορικά με τη μοίρα των ανθρώπων. Μπορούμε να πούμε ότι περίπου πριν τη δεκαετία του ’80 του προηγούμενου αιώνα, είχαμε πάντα στο πολύ γενικό επίπεδο, στο υποκειμενικό γενικό επίπεδο, δύο δυνατότητες που αφορούσαν την ιστορική μοίρα των ανθρώπινων πλασμάτων. Από τη μια, τον τρόπο του φιλελευθερισμού, στην κλασική του έννοια. Εδώ, η έννοια του φιλελεύθερου έχει πολλές σημασίες, τη χρησιμοποιώ όμως με την πρωταρχική σημασία της, δηλαδή, ότι βασικά η ιδιωτική ιδιοκτησία είναι το κλειδί της κοινωνικής οργάνωσης, με τίμημα τεράστιες ανισότητες, άλλωστε τα πάντα έχουν ένα τίμημα. Εντέλει, για τον φιλελευθερισμό, η ιδιωτική ιδιοκτησία πρέπει να είναι το κλειδί της  κοινωνικής οργάνωσης. Και στην άλλη πλευρά, έχουμε τον σοσιαλιστικό τρόπο, τον κομμουνιστικό τρόπο –υπάρχουν διάφορες λέξεις– με την πιο αφηρημένη σημασία του, όπου το τέλος των ανισοτήτων πρέπει να είναι ο πιο θεμελιακός στόχος της ανθρώπινης πολιτικής δραστηριότητας. Το τέλος των ανισοτήτων ακόμη και με τίμημα μια βίαιη επανάσταση. Κι έτσι, στη μια πλευρά, ένα ειρηνικό όραμα της ιστορίας ως συνέχειας ενός πολύ παλαιού πράγματος, δηλαδή της ατομικής ιδιοκτησίας ως κλειδιού για την κοινωνική οργάνωση, και στην άλλη πλευρά, κάτι καινούργιο, κάτι που ίσως ξεκινά με τη Γαλλική Επανάσταση, και που είναι η πρόταση ότι υπάρχει ένας άλλος τρόπος, δηλαδή ότι, υπό μια έννοια, η συνέχεια της ιστορικής ύπαρξης του ανθρώπινου είδους πρέπει να αποδεχτεί μια τομή μεταξύ μιας πολύ μακριάς αλληλουχίας όπου οι ανισότητες, η ιδιωτική ιδιοκτησία, και τα λοιπά αποτελούν το νόμο της συλλογικής ύπαρξης, και ένα άλλο όραμα σε σχέση με το τι είναι αυτή η μοίρα, όπου τίθεται ως κεντρικό το ζήτημα της ισότητας και της ανισότητας, κι αυτή η σύγκρουση μεταξύ του φιλελευθερισμού με την κλασική του έννοια και αυτής της νέας ιδέας με τα πολλά ονόματα –αναρχία, κομμουνισμός, σοσιαλισμός και τα λοιπά– είναι πιθανότατα το μεγάλο μήνυμα του 19ου και μεγάλου μέρους του 20ού αιώνα.

Έτσι, κατά τη διάρκεια δύο αιώνων περίπου, έχουμε κάτι που μοιάζει με στρατηγική επιλογή, που δεν αφορά μόνο τα τοπικά συμβάντα της πολιτικής, τις εθνικές υποχρεώσεις, τους πολέμους και τα λοιπά, αλλά αφορά και αυτό που πραγματικά είναι η ιστορική μοίρα των ανθρώπινων πλασμάτων, την ιστορική μοίρα της κατασκευής της ανθρωπότητας ως τέτοιας. Υπό μία έννοια, η εποχή μας, από το ’80 μέχρι σήμερα είναι η εποχή τους φαινομενικού τέλους αυτής της επιλογής. Η προοδευτική εξαφάνιση αυτής της επιλογής. Έχουμε σήμερα πράγματι την κυρίαρχη ιδέα ότι δεν υπάρχει παγκόσμια επιλογή, ότι δεν υπάρχει άλλη λύση. Αυτός ήταν ο κόσμος της Θάτσερ: χωρίς άλλη λύση. Χωρίς άλλη λύση εκτός, φυσικά, από τον φιλελευθερισμό ή, όπως τον αναφέρουμε γενικότερα σήμερα, τον νεοφιλελευθερισμό. Χωρίς άλλη λύση. Και αυτό το σημείο είναι πολύ σημαντικό διότι η ίδια η Θάτσερ δεν λέει πως αυτή η λύση είναι καλή. Αυτό δεν ήταν πρόβλημα για κείνη. Το πρόβλημα είναι πως αυτή είναι η μόνη λύση. Και όπως ξέρετε στη σύγχρονη προπαγάνδα, το ζήτημα δεν είναι να πούμε πως ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός είναι εξαιρετικός, διότι είναι φανερό πως δεν είναι. Το ξέρουν όλοι. Όλοι ξέρουν πως οι τερατώδεις ανισότητες δεν μπορεί να αποτελούν λύση για την ιστορική μοίρα των ανθρώπων – όλοι το ξέρουν. Αλλά το επιχείρημα είναι «ΟΚ, δεν είναι τόσο καλό, αλλά είναι η μόνη πραγματική δυνατότητα». Κι έτσι, κατά τη γνώμη μου, ο ορισμός της εποχής μας είναι η απόπειρα να επιβληθεί στην ανθρωπότητα, σε παγκόσμια κλίμακα, η πεποίθηση ότι υπάρχει ένας και μόνο τρόπος για την ιστορία των ανθρώπων. Και χωρίς να λέει κανείς ότι αυτός ο τρόπος είναι εξαιρετικός, ότι αυτός ο τρόπος είναι καλός, αλλά λέγοντας ότι δεν υπάρχει άλλη λύση, άλλος τρόπος.

Έτσι, μπορούμε να ορίσουμε την εποχή μας ως την εποχή της πρωταρχικής πίστης στην κυριαρχία του φιλελευθερισμού, όπου η ιδιωτική ιδιοκτησία και η ελεύθερη αγορά συνθέτουν τη μοναδική δυνατή μοίρα των ανθρώπινων πλασμάτων. Και είναι επίσης κι ένας ορισμός του ανθρώπινου υποκειμένου. Τι είναι σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση ένα ανθρώπινο υποκείμενο; Είναι ζητιάνος, καταναλωτής, ιδιοκτήτης ή τίποτα απολύτως. Αυτός είναι σήμερα ο αυστηρός ορισμός για το είναι ένας άνθρωπος. Αυτή είναι η γενική θεώρηση, το γενικό πρόβλημα, και ο γενικός νόμος του σύγχρονου κόσμου.

Ποιες είναι, όμως, οι πολιτικές συνέπειες όλων αυτών στο επίπεδο της πολιτικής ζωής; Ποιες είναι οι συνέπειες της κυρίαρχης θεώρησης ενός κόσμου στον οποίο δεν βρίσκουμε παρά μόνο ένα δρόμο; Όλες οι κυβερνήσεις πρέπει να δεχτούν ότι έτσι έχουν τα πράγματα· στον κόσμο σήμερα δεν μπορούμε να είμαστε από την πλευρά του κράτους χωρίς να αποδεχτούμε τη μοναδικότητα αυτού του δρόμου. Δεν έχουμε καμιά κυβέρνηση στον κόσμο που να λέει κάτι άλλο. Και γιατί; Γιατί, τελικά, αν εξετάσουμε τη θέση της «σοσιαλιστικής» γαλλικής κυβέρνησης, της δικτατορίας του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Κίνα, ή την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, ή της Ιαπωνίας, της Ινδίας, όλοι λένε το ίδιο πράγμα – ότι ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός είναι ο μοναδικός δρόμος για την ύπαρξη των ανθρώπινων πλασμάτων. Νομίζω πως κάθε πολιτική απόφαση, στο επίπεδο του κράτους, είναι στενά εξαρτημένη απ’ αυτό που αποκαλώ «τέρας»: τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό και τις ανισότητές του. Υπό κάποια έννοια, δεν είναι αλήθεια πως σήμερα μια κυβέρνηση είναι ελεύθερη. Δεν είναι καθόλου ελεύθερη. Βρίσκεται εντός του παγκόσμιου καθορισμού. Και το τέρας γίνεται όλο και περισσότερο τέρας. Πρέπει να γνωρίζουμε την πραγματική κατάσταση όσον αφορά τις ανισότητες. Έχουμε τα θεμελιώδη φαινόμενα συγκέντρωσης κεφαλαίου· η συγκέντρωση κεφαλαίου είναι κάτι υπέρμετρο σήμερα. Γνωρίζουμε πως σήμερα 264 πρόσωπα έχουν περιουσία ίση με αυτήν 3 δισ. άλλων ανθρώπων. Είναι κάτι παραπάνω από την αρχική μορφή της μοναρχίας δηλαδή. Η ανισότητα σήμερα είναι πολύ πιο μεγάλη απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Κι έτσι αυτό το ιστορικό τέρας που είναι ταυτοχρόνως και ο μόνος τρόπος ύπαρξης της ανθρωπότητας δημιουργεί μια δυναμική όλο και μεγαλύτερων ανισοτήτων, και σε καμία περίπτωση όλο και μεγαλύτερης ελευθερίας.

Και η θέση του κράτους σήμερα είναι παντού η ίδια. Είναι ένας νόμος αποδεκτός από την κυβέρνηση της Γαλλίας, από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα, από την εξουσία του Πούτιν στη Ρωσία, από το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία, και φυσικά είναι και ο νόμος του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Έτσι, σταδιακά –κι αυτή είναι η πιο σημαντική συνέπεια που αφορά την εκλογή του Τραμπ– σταδιακά, όλη η πολιτική ολιγαρχία, όλη η πολιτική τάξη, γίνεται ενιαία, σε παγκόσμιο επίπεδο. Μια ομάδα ανθρώπων η οποία μόνο αφηρημένα διαιρείται: Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί, Σοσιαλιστές και Φιλελεύθεροι, Δεξιά και Αριστερά, και τα λοιπά. Όλες αυτές οι διαιρέσεις είναι εντελώς αφηρημένες και όχι πραγματικές, διότι όλα αυτά τοποθετούνται στο ίδιο οικονομικό και πολιτικό σκηνικό. Αυτή η πολιτική ολιγαρχία σήμερα στον δυτικό κόσμο χάνει προοδευτικά τον έλεγχο της καπιταλιστικής μηχανής – αυτή είναι η πραγματικότητα. Μέσα από κρίσεις, πλαστές λύσεις, όλη η κλασική πολιτική διακυβέρνηση δημιουργεί, σε μεγάλη κλίμακα, στους ανθρώπους της ματαίωση, ασυνεννοησία, θυμό και σκοτεινή εξέγερση. Ενάντια σ’ αυτό που είναι ο μοναδικός τρόπος που προβάλλεται από όλα τα μέλη της πολιτικής τάξης σήμερα, με κάποιες διαφορές, αλλά με κάποιες μικρές διαφορές. Η άσκηση της πολιτικής σήμερα είναι η άσκηση πολύ μικρών διαφορών στο εσωτερικό του ίδιου παγκόσμιου τρόπου. Όλα αυτά όμως έχουν πολλές συνέπειες στους ανθρώπους εν γένει· συνέπειες αποπροσανατολισμού, ολικής έλλειψης προσανατολισμού ή κατεύθυνσης ζωής, μη στρατηγικής θεώρησης του μέλλοντος της ανθρωπότητας, και σ’ αυτή την κατάσταση ένα μεγάλο κομμάτι των ανθρώπων αναζητά στο σκοτάδι, από την πλευρά των πλαστών νεωτερισμών, των παράλογων θεωρήσεων και της επιστροφής σε νεκρές παραδόσεις. Έτσι, απέναντι στην πολιτική ολιγαρχία, έχουμε την ανάδυση νέων μορφών ακτιβισμού, νέα υποστήριξη της βίαιης και χυδαίας δημαγωγίας, κι αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται πολύ περισσότερο από την πλευρά των γκάνγκστερ και της μαφίας παρά από την πλευρά των πεπαιδευμένων πολιτικών. Κι έτσι εδώ η επιλογή ήταν επιλογή μεταξύ τέτοιων ανθρώπων και των υπόλοιπων πεπαιδευμένων πολιτικών, και το αποτέλεσμα ήταν η νόμιμη επιλογή της νέας μορφής πολιτικής χυδαιότητας και μιας υποκειμενικής βιαιότητας στην πολιτική πρόταση.

Με κάποια έννοια, αυτό το νέο πολιτικό πρόσωπο –ο Τραμπ, αλλά και πολλοί άλλοι σήμερα– βρίσκονται κοντά στους φασίστες της δεκαετίας του ΄30. Αλλά καταρχάς και δυστυχώς, χωρίς να έχουν τους ισχυρούς εχθρούς του ’30, δηλαδή τα κομμουνιστικά κόμματα. Πρόκειται για ένα είδος δημοκρατικού φασισμού –ένας παράδοξος ορισμός–δηλαδή, βρίσκονται μέσα στο δημοκρατικό πλάνο, μέσα στο μηχανισμό της δημοκρατίας, αλλά παίζουν λίγο διαφορετικά, μια άλλη μουσική, σ’ αυτά τα συμφραζόμενα. Και, νομίζω, ότι δεν είναι μόνο η περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ εδώ –ρατσιστή, φαλλοκράτη, βίαιου και επίσης, κάτι που είναι φασιστικό χαρακτηριστικό, χωρίς καμία έγνοια για τη λογική ή τον ορθολογισμό· διότι ο λόγος, ο τρόπος που μιλά αυτός ο δημοκρατικός φασισμός είναι ακριβώς μια εξάρθρωση της γλώσσας, η δυνατότητα να λες ό,τι να ’ναι, και το αντίθετό του – δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, η γλώσσα δεν είναι η γλώσσα της εξήγησης, αλλά μια γλώσσα που δημιουργεί συναισθήματα· είναι μια θυμική γλώσσα που δημιουργεί μια πλαστή αλλά πρακτική ενότητα. Όλα αυτά λοιπόν έχουμε με τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά πριν απ’ αυτόν είχαμε τα ίδια στην Ιταλία με τον Μπερλουσκόνι. Ίσως ο Μπερλουσκόνι να είναι η πρώτη εκδοχή αυτού του νέου δημοκρατικού φασισμού, με τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά: χυδαιότητα, μια παθολογική σχέση με τις γυναίκες και τη δυνατότητα να λέει και να κάνει δημόσια κάποια πράγματα που είναι απαράδεκτα για τους περισσότερους ανθρώπους σήμερα. Αλλά η ίδια περίπτωση είναι και ο Όρμπαν στην Ουγγαρία, και κατά τη γνώμη μου, το ίδιο ήταν και στη Γαλλία με τον Σαρκοζύ. Και γίνεται το ίδιο σιγά σιγά στην Ινδία ή στις Φιλιππίνες, ή ακόμη και στην Πολωνία ή στην Τουρκία. Πρόκειται λοιπόν, σε παγκόσμια κλίμακα για την ανάδυση ενός πολιτικού καθορισμού που δημιουργεί ένα πρόσωπο η οποία πολύ συχνά βρίσκεται εντός του δημοκρατικού σχηματισμού αλλά κατά κάποιον τρόπο βρίσκεται ταυτοχρόνως και έξω από αυτόν. Και νομίζω πως μπορούμε να τους αποκαλούμε φασίστες –διότι αυτή ήταν η περίπτωση στη δεκαετία του ’30· στο κάτω κάτω και ο Χίτλερ κέρδισε εκλογές–, οπότε αποκαλώ φασίστες αυτούς τους τύπους που βρίσκονται μέσα στο δημοκρατικό παιχνίδι αλλά υπό μία έννοια βρίσκονται και απ’ έξω: εντός και εκτός. Ένα εντός που τελικά θα γίνει εκτός. Οπότε έχουμε πράγματι κάτι καινούργιο, αλλά κάτι καινούργιο που εγγράφεται μέσα στο γενικό σχήμα του σημερινού κόσμου, διότι είναι κάτι που απευθύνεται σε πολλούς ανθρώπους, όχι ως λύση αλλά ως ένας νέος τρόπος να είσαι στο δημοκρατικό παιχνίδι, και όπου, από την άποψη της κλασικής ολιγαρχίας, δεν υπάρχει καμία διαφορά. Υπό μία έννοια, η βασική εικόνα του Τραμπ είναι η εικόνα ενός καινούργιου πράγματος. Στην πραγματικότητα όμως, στις λεπτομέρειες, δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο, διότι είναι αδύνατο να σκεφτούμε ότι είναι καινούργιο το να είσαι ρατσιστής, φαλλοκράτης και τα λοιπά – πολύ παλιά πράγματα όλα αυτά. Αλλά στα συμφραζόμενα της κλασικής ολιγαρχίας σήμερα, αυτό το πολύ παλιό πράγμα μοιάζει καινούργιο. Κι έτσι ο Τραμπ βρίσκεται στη θέση να λέει ότι το καινούργιο είναι ο «Τραμπ», τη στιγμή που αυτά που λέει είναι απολύτως πρωτόγονα και παλιά, παλιομοδίτικα. Κι έτσι είμαστε επίσης σε μια εποχή όπου κάτι που μοιάζει με επιστροφή στον παλιό τρόπο ζωής μπορεί να εμφανίζεται ως καινούργιο. Κι αυτή η μεταστροφή του καινούργιου στο παλιό είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό αυτού του νέου φασισμού.

Όλα αυτά περιγράφουν, νομίζω, την παρούσα κατάστασή μας στο επίπεδο της πολιτικής. Πρέπει να θεωρήσουμε ότι βρισκόμαστε σε μια μοιραία διαλεκτική τεσσάρων όρων.

Πρώτον, της πλήρους βαρβαρότητας και της τυφλής βίας του καπιταλισμού σήμερα. Βέβαια, στον δυτικό κόσμο, δεν βλέπουμε πλήρως αυτήν τη βαρβαρότητα ή τη βία, αλλά αν βρίσκεσαι στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή, ή και στην Ασία, τη βλέπεις. Και είναι επίσης ένας όρος, ένας θεμελιώδης όρος του κόσμου μας σήμερα. Είναι η επιστροφή στον καπιταλισμό και σ’ αυτό που είναι εντέλει η ουσία του, δηλαδή, άγρια κατάκτηση, άγρια μάχη όλων εναντίον όλων, για κυριαρχία. Επομένως πλήρης βαρβαρότητα και αιματηρή βία του άγριου σημερινού καπιταλισμού: ο πρώτος όρος.

Δεύτερος όρος: αποσύνθεση της κλασικής πολιτικής ολιγαρχίας, των κλασικών κομμάτων –Δημοκρατικού, Ρεπουμπλικανικού, Σοσιαλιστικού κτλ.– αποσύνθεση προς την κατεύθυνση, εντέλει, της εμφάνισης μιας νέας μορφής φασισμού. Δεν γνωρίζουμε το μέλλον αυτής της ανάδυσης: ποιο είναι το μέλλον του Τραμπ; Υπό μία έννοια, δεν το ξέρουμε, και ίσως ο ίδιος ο Τραμπ να μη γνωρίζει το μέλλον του. Ήταν φανερό χτες τη νύχτα. Έχουμε τον Τραμπ πριν από την εξουσία και τον Τραμπ στην εξουσία, που είναι κατά κάποιον τρόπο φοβισμένος· όχι εντελώς ικανοποιημένος, διότι ξέρει ότι δεν μπορεί να μιλάει τόσο ελεύθερα όσο πριν. Και το να μιλά ελεύθερα ήταν ακριβώς η δύναμη του Τραμπ, αλλά τώρα με την κυβέρνηση, τη διοίκηση, το στρατό, οικονομολόγους, τραπεζίτες και τα λοιπά, είναι μια άλλη κατάσταση. Κι έτσι είδαμε τη νύχτα τον Τραμπ να περνά από το ένα έργο στο άλλο, από το ένα θέατρο στο άλλο· και στο δεύτερο θέατρο δεν ήταν τόσο καλός όσο πριν. Αλλά δεν ξέρουμε, στ’ αλήθεια, δεν ξέρουμε ποια είναι η πραγματική δυνατότητα αυτού του τύπου όταν θα γίνει πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε πράγματι ένα σύμβολο της αποσύνθεσης της κλασικής πολιτικής ολιγαρχίας, και τη γέννηση ενός νέου φασισμού, με ένα μέλλον που δεν γνωρίζουμε, αλλά νομίζω πως σίγουρα δεν πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον μέλλον για τους ανθρώπους εν γένει.

Τρίτο, έχουμε τη λαϊκή ματαίωση, την αίσθηση μιας σκοτεινής διαταραχής, στην κοινή γνώμη πολλών ανθρώπων, και κυρίως των φτωχών ανθρώπων, των ανθρώπων των επαρχιακών πολιτειών, των αγροτών πολλών χωρών, αλλά και των εργατών χωρίς δουλειά – όλου αυτού του πληθυσμού που σταδιακά συρρικνώνεται από τη βαρβαρότητα του παγκοσμοποιημένου καπιταλισμού στο απόλυτο τίποτα, που δεν έχει καμιά δυνατότητα ζωής, και που παραμένει, σε πολλά μέρη, χωρίς δουλειά, χωρίς χρήματα, χωρίς προσανατολισμό, χωρίς υπαρξιακό προσανατολισμό. Και αυτό το σημείο είναι ο τρίτος πολύ σημαντικός όρος της παγκόσμιας κατάστασης σήμερα. Η έλλειψη προσανατολισμού, σταθερότητας, η αίσθηση πως ο κόσμος τους καταστρέφεται, χωρίς να χτίζεται ένας άλλος κόσμος· με άλλα λόγια, μια κενή καταστροφή.

Και ο τελευταίος όρος, ο τέταρτος, είναι η έλλειψη, η παντελής έλλειψη, ενός άλλου στρατηγικού δρόμου· η απουσία, σήμερα, ενός άλλου στρατηγικού δρόμου. Υπάρχουν πολλές πολιτικές εμπειρίες – δεν λέω ότι δεν υπάρχει τίποτα απ’ αυτή την πλευρά. Γνωρίζουμε νέες διαδηλώσεις, νέες καταλήψεις χώρων, νέες κινητοποιήσεις, νέους οικολογικούς προσδιορισμούς και τα λοιπά. Έτσι, δεν πρόκειται για απουσία κάθε μορφής αντίστασης, διαμαρτυρίας – δεν λέω αυτό. Αλλά για έλλειψη ενός νέου στρατηγικού δρόμου, κάποιου πράγματος που θα βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τη σύγχρονη πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός είναι ο μόνος δυνατός δρόμος. Η έλλειψη της δύναμης που θα έδινε η κατάφαση σ’ έναν άλλο δρόμο. Και η απουσία αυτού που αποκαλώ Ιδέα, μια μεγάλη Ιδέα. Μια μεγάλη ιδέα που θα έδινε τη δυνατότητα ενοποίησης, παγκόσμιας ενοποίησης, στρατηγικής ενοποίησης όλων των μορφών αντίστασης και επινόησης. Μια ιδέα είναι μια μορφή μεσολάβησης μεταξύ του ατομικού υποκειμένου και του συλλογικού ιστορικού και πολιτικού καθήκοντος, και είναι η δυνατότητα δράσης διαμέσου και μαζί με πολύ διαφορετικές υποκειμενικότητες, αλλά κάτω από την ίδια Ιδέα.

Αυτά τα τέσσερα σημεία –η γενική και στρατηγική κυριαρχία του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, η αποσύνθεση της κλασικής πολιτικής ολιγαρχίας, ο λαϊκός αποπροσανατολισμός και ματαίωση και η έλλειψη ενός άλλου στρατηγικού δρόμου– συνθέτουν κατά τη γνώμη μου τη σημερινή κρίση. Μπορούμε να ορίσουμε τον σύγχρονο κόσμο στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας κρίσης που δεν μπορεί να περιοριστεί στην οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων, που είναι, νομίζω, πολύ περισσότερο μια υποκειμενική κρίση, διότι η μοίρα των ανθρώπινων πλασμάτων γίνεται όλο και πιο ασαφής για αυτά τα ίδια.

Και κατόπιν αυτού, τι κάνουμε; Το ερώτημα του Λένιν. Σε ό,τι αφορά την προεδρική εκλογή εδώ, την εκλογή του Τραμπ, νομίζω ότι πρέπει να δεχτούμε ότι ένας λόγος για την επιτυχία του Τραμπ είναι το ότι η πραγματική αντίφαση σήμερα, η αληθινή αντίφαση, η πιο σημαντική αντίφαση δεν μπορεί να είναι μεταξύ δύο μορφών του ίδιου κόσμου. Ο κόσμος του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, των ιμπεριαλιστικών πολέμων και η έλλειψη οποιασδήποτε Ιδέας που θα αφορούσε τη μοίρα των ανθρώπινων πλασμάτων. Ξέρω ότι η Χίλλαρυ Κλίντον και ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πολύ διαφορετικοί – δεν λέω ότι πρέπει να ταυτίσουμε τον Τραμπ και τη Χίλλαρυ Κλίντον, αλλά υπάρχει ένα επίπεδο όπου αυτή η σημαντική διαφορά, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στον νέο φασισμό και την παλιά πολιτική ολιγαρχία –και κάθε πολιτική ολιγαρχία είναι λιγότερο φρικτή από τον νέο φασισμό, οπότε καταλαβαίνω απολύτως ότι στο τέλος προτιμούμε τη Χίλλαρυ Κλίντον–βρίσκεται μέσα στον ίδιο κόσμο, κι αυτό δεν μπορούμε να το ξεχνάμε. Δεν είναι η έκφραση δύο διαφορετικών στρατηγικών οραμάτων του κόσμου. Και νομίζω πως η επιτυχία του Τραμπ είναι δυνατή μόνο επειδή η πραγματική αντίφαση του κόσμου δεν μπορεί να εκφραστεί, δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί, από την αντίθεση μεταξύ της Χίλλαρυ Κλίντον και του Τραμπ, διότι η Χίλλαρυ Κλίντον και ο Τραμπ βρίσκονται στον ίδιο κόσμο – πολύ διαφορετικοί, αλλά πολύ διαφορετικοί μέσα στον ίδιο κόσμο. Κι έτσι, τελικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας της εκλογής, κατά τη διάρκεια των προκριματικών, η αληθινή αντίφαση, κατά τη γνώμη μου, υπήρξε μεταξύ του Τραμπ και του Μπέρνι Σάντερς. Ήταν μια αληθινή αντίφαση. Μπορούμε να σκεφτούμε ό,τι θέλουμε σχετικά με τους δύο όρους αυτής της αντίφασης. Μπορούμε να πούμε ότι ο Τραμπ είναι ίσως κάπως υπερβολικός, πως βρίσκεται στην πλευρά ενός νέου φασισμού και τα λοιπά, και μπορούμε να πούμε ότι ο Μπέρνι Σάντερς είναι κατά μία έννοια από την πλευρά μιας σοσιαλιστικής θεώρησης και ότι τελικά ο Μπέρνι Σάντερς βρέθηκε αναγκασμένος να πάει προς την πλευρά της Κλίντον, αλλά πιστεύω πως στο επίπεδο της συμβολοποίησης, που είναι τόσο σημαντική, η πραγματική αντίθεση για τον κόσμο μας συμβολιζόταν από την αντίθεση μεταξύ Τραμπ και Μπέρνι Σάντερς, και όχι από την αντίθεση μεταξύ Τραμπ και Χίλλαρυ Κλίντον, διότι στον Μπέρνι Σάντερς, στην πρόταση του Μπέρνι Σάντερς, είχαμε κάτι, κάποια σημεία που υπερέβαιναν τον κόσμο με τη μορφή που έχει σήμερα. Ενώ δεν υπήρχε κάτι τέτοιο στην πρόταση της Χίλλαρυ Κλίντον. Κι έτσι, έχουμε ένα μάθημα διαλεκτικής· δηλαδή θεωρίας των αντιφάσεων. Υπό μία έννοια, η αντίφαση μεταξύ Χίλλαρυ Κλίντον και Τραμπ ήταν μια σχετική και όχι μια απόλυτη αντίφαση· δηλαδή μια αντίφαση μέσα στις ίδιες παραμέτρους, στην ίδια κατασκευή του κόσμου. Αλλά η αντίφαση μεταξύ Μπέρνι Σάντερς και Τραμπ ήταν στην πραγματικότητα η αρχή της δυνατότητας μιας αληθινής αντίφασης· δηλαδή μιας αντίφασης με έναν κόσμο και κάτι που είναι πέρα από τον κόσμο. Από μια άποψη, ο Τραμπ βρισκόταν πράγματι από την πλευρά της αντιδραστικής και σκοτεινής υποκειμενικότητας, μέσα στον κόσμο όπως είναι σήμερα, ενώ ο Μπέρνι Σάντερς βρισκόταν από την πλευρά της ορθολογικής, ενεργούς λαϊκής υποκειμενικότητας, προσανατολισμένης πέρα από τον κόσμο όπως είναι σήμερα, ακόμη κι αν αυτό ήταν κάτι ασαφές.

Έτσι, τα αποτελέσματα των εκλογών ήταν συντηρητικά, ξεκαθαρά συντηρητικά, διότι ήταν το αποτέλεσμα μιας πλαστής αντίφασης, μιας αντίφασης που δεν είναι αληθινή, και που επίσης, μέσα από αυτή την εκλογή, συνεχίσουν τη σημερινή κρίση, την κρίση των τεσσάρων όρων που εξήγησα παραπάνω. Σήμερα, ενάντια στον Τραμπ, δεν μπορούμε να προτιμάμε την Κλίντον, ή κάποιον της ίδιας κατηγορίας. Πρέπει να δημιουργήσουμε μια επιστροφή, αν αυτό είναι δυνατό, στην αληθινή αντίφαση· αυτό είναι το μάθημα αυτού του τρομερού συμβάντος. Δηλαδή πρέπει να προτείνουμε έναν πολιτικό προσανατολισμό που θα πηγαίνει πέρα από τον κόσμο όπως είναι σήμερα, ακόμη κι αν στην αρχή αυτός δεν είναι ένας απόλυτα σαφής τρόπος. Όταν ξεκινάμε κάτι, δεν διαθέτουμε και την πλήρη ανάπτυξή του. Πρέπει όμως να αρχίσουμε, αυτό είναι το ζητούμενο. Μετά τον Τραμπ, πρέπει να ξεκινήσουμε. Το ζήτημα δεν είναι μόνο να αντιστεκόμαστε, να αρνούμαστε και τα λοιπά. Πρέπει να ξεκινήσουμε κάτι, πραγματικά, κι αυτό είναι το ζητούμενο ενός ξεκινήματος που θα είναι η αρχή της επιστροφής στην αληθινή αντίφαση, σε μια πραγματική επιλογή, σε μια πραγματική στρατηγική επιλογή που θα αφορά των προσανατολισμό των ανθρώπων. Πρέπει να ξαναχτίσουμε την ιδέα ότι ενάντια στις τερατώδεις ανισότητες του παρόντος καπιταλισμού, ενάντια σε όλους τους νέους γκάνγκστερ της κλασικής πολιτικής, όπως ο Τραμπ, είναι δυνατό να δημιουργήσουμε, άλλη μια φορά, ένα πολιτικό πεδίο με δύο στρατηγικούς προσανατολισμούς και όχι μόνο έναν. Η επιστροφή αυτού που υπήρξε η ουσία του μεγάλου πολιτικού κινήματος του 19ου και της αρχής του 20ού αι. Πρέπει, αν μπορώ να εκφραστώ με φιλοσοφικό τρόπο, να πάμε πέρα από το Ένα, προς την κατεύθυνση του Δύο. Όχι έναν προσανατολισμό, αλλά δύο προσανατολισμούς. Η δημιουργία μιας νέας επιστροφής σε μια νέα θεμελιακή επιλογή ως η βαθύτερη ουσία της πολιτικής. Στην πραγματικότητα, αν υπάρχει μόνο ένας στρατηγικός δρόμος, η πολιτική σταδιακά εξαφανίζεται, και, υπό μία έννοια, ο Τραμπ είναι το σύμβολο μιας τέτοιας εξαφάνισης, γιατί, τι είναι η πολιτική του Τραμπ; Κανείς δεν ξέρει. Είναι κάτι σαν ένα πρόσωπο και όχι μια πολιτική. Οπότε η επιστροφή στην πολιτική είναι αναγκαστικά επιστροφή στην ύπαρξη μιας πραγματικής επιλογής. Και τελικά, στο επίπεδο των φιλοσοφικών αρχών, είναι η διαλεκτική στο πραγματικό Δύο πέρα από το Ένα, και μπορούμε να προτείνουμε κάποια ονόματα για μια τέτοια επιστροφή.

Όπως γνωρίζετε, το όραμά μου είναι να προτείνω τη φθαρμένη λέξη «κομμουνισμός», φθαρμένη από αιματηρές εμπειρίες. Το όνομα είναι μόνο ένα όνομα, οπότε είμαστε ελεύθεροι να προτείνουμε άλλα ονόματα, δεν υπάρχει πρόβλημα. Αλλά υπάρχει κάτι ενδιαφέρον στην πρωταρχική έννοια αυτής της παλιάς και φθαρμένης λέξης. Και αυτή η έννοια εντέλει συντίθεται από τέσσερα σημεία, τέσσερις αρχές, και αυτές οι αρχές μπορεί να είναι ένα στήριγμα στη δημιουργία ενός νέου πολιτικού πεδίου με δύο στρατηγικούς προσανατολισμούς.

Το πρώτο σημείο είναι πως καμία αναγκαιότητα δεν επιβάλλει ότι το κλειδί της κοινωνικής οργάνωσης βρίσκεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία και τις τερατώδεις ανισότητές της. Δεν είναι αναγκαιότητα. Πρέπει να το διακηρύξουμε. Και μπορούμε να οργανώσουμε περιορισμένες εμπειρίες που να αποδεικνύουν πως δεν είναι αναγκαιότητα, πως δεν είναι αλήθεια ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία και οι τερατώδεις ανισότητες πρέπει να είναι για πάντα ο νόμος του γίγνεσθαι της ανθρωπότητας. Αυτό είναι το πρώτο σημείο.

Το δεύτερο σημείο είναι ότι δεν είναι αναγκαίο οι εργαζόμενοι να διακρίνονται μεταξύ ευγενούς εργασίας, όπως είναι η διανοητική εργασία, ή η διοίκηση ή η διακυβέρνηση, και, από την άλλη, χειρονακτικής εργασίας και κοινής υλικής ύπαρξης. Ότι η εξειδίκευση δεν είναι ένας αιώνιος νόμος, και κυρίως ότι η αντίθεση μεταξύ διανοητικής και χειρονακτικής εργασίας πρέπει μακροπρόθεσμα να καταργηθεί. Αυτή είναι η δεύτερη αρχή.

Το τρίτο σημείο είναι πως δεν είναι αναγκαίο για τους ανθρώπους να χωρίζονται από εθνικά, φυλετικά, θρησκευτικά ή σεξουαλικά σύνορα. Η ισότητα προσπαθεί να υπάρξει μέσα από διαφορές, και έτσι η διαφορά είναι εμπόδιο στην ισότητα. Η ισότητα όμως πρέπει να είναι μια διαλεκτική της ίδιας της διαφοράς, και πρέπει να αρνηθούμε, εν ονόματι των διαφορών, ότι η ισότητα είναι ανέφικτη. Άρα τα σύνορα, η άρνηση του Άλλου, σε όποια μορφή της, πρέπει να εξαφανιστούν. Δεν αποτελούν φυσικό νόμο.

Και η τελευταία αρχή είναι ότι δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει ένα κράτος με τη μορφή μιας διακριτής και θωρακισμένης εξουσίας.

Έτσι αυτά τα τέσσερα σημεία μπορούν να συνοψιστούν: κολεκτιβισμός ενάντια στην ιδιωτική ιδιοκτησία, πολύμορφος εργαζόμενος ενάντια στην εξειδίκευση, συγκεκριμένος οικουμενισμός ενάντια στις κλειστές ταυτότητες, και ελεύθερες ενώσεις εναντίον του κράτους. Είναι μόνο μια αρχή, δεν είναι ένα πρόγραμμα. Αλλά με αυτή την αρχή, μπορούμε να κρίνουμε όλα τα πολιτικά προγράμματα, τις αποφάσεις, τα κόμματα, τις ιδέες, από την οπτική γωνία αυτών των τεσσάρων αρχών. Πάρτε μια απόφαση: είναι αυτή η απόφαση στην κατεύθυνση αυτών των τεσσάρων αρχών ή όχι. Οι αρχές είναι το πρωτόκολλο μιας απόφανσης για όλες τις αποφάσεις, τις ιδέες, τις προτάσεις. Αν μια απόφαση, μια πρόταση, βρίσκεται στην κατεύθυνση των τεσσάρων αρχών, μπορούμε να πούμε ότι είναι καλή, και μετά να εξετάσουμε αν είναι εφικτή και τα λοιπά. Αν είναι ξεκάθαρα ενάντια στις αρχές, είναι μια κακή απόφαση, μια κακή ιδέα, ένα κακό πρόγραμμα. Έτσι έχουμε μια αρχή για να κρίνουμε στο πολιτικό πεδίο και στην κατασκευή ενός καινούργιου στρατηγικού σχεδίου. Αυτό μας δίνει υπό μία έννοια τη δυνατότητα να έχουμε ένα αληθινό όραμα για το τι υπάρχει πραγματικά σ’ αυτήν τη νέα κατεύθυνση, στη νέα στρατηγική κατεύθυνση της ανθρωπότητας ως τέτοιας.

Ο Μπέρνι Σάντερς προτείνει να φτιάξουμε μια νέα πολιτική ομάδα, υπό τον τίτλο «Η επανάστασή μας». Η επιτυχία του Τραμπ πρέπει να δημιουργήσει μια νέα ευκαιρία γι’ αυτή την ιδέα. Μπορούμε να τον εμπιστευτούμε σήμερα, μπορούμε να κρίνουμε αν είναι πράγματι μια πρόταση που πάει πέρα από τον παρόντα κόσμο, μπορούμε να κρίνουμε αν προτείνει κάτι σε συμφωνία με τις τέσσερις αρχές. Μπορούμε να κάνουμε κάτι. Και πρέπει να κάνουμε, διότι αν δεν κάνουμε απολύτως τίποτα, θα βρεθούμε απλώς στην επικράτεια της σαγήνης, της αποβλακωμένης σαγήνης από την καταθλιπτική επιτυχία του Τραμπ. Η επανάστασή μας –γιατί όχι;– ενάντια στην αντίδρασή τους, η επανάστασή μας είναι μια καλή ιδέα. Και όπως και να ’χει, εγώ βρίσκομαι απ’ αυτή την πλευρά.

Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου

 

* Το παρόν κείμενο είναι η απομαγνητοφώνηση της διάλεξης που έδωσε ο Αλαιν Μπαντιού στις 9 Νοεμβρίου στο πανεπιστήμιο UCLA (http://mariborchan.si/video/alain-badiou/reflections-on-the-recent-election/). Συντομευμένη εκδοχή της διάλεξης δημοσιεύτηκε την Κυριακή 27 Νοεμβρίου στην εφημερίδα Εποχή.